Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου (138 – 160 μ.Χ.). Ήταν κόρη των ευσεβών Χριστιανών, Αγάθωνα και Πολιτείας, οι οποίοι φρόντισαν για την χριστιανική αγωγή της, όπως είχαν υποσχεθεί στο Θεό στην περίπτωση που θα τους έδινε ένα παιδί. Επειδή το παιδί γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή έλαβε αυτό το όνομα.
Μετά το θάνατο των γονέων της, η Παρασκευή μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και ανέπτυξε ιεραποστολική δραστηριότητα στην Ρώμη και στα περίχωρα της πόλης, κηρύσσοντας το λόγο του Χριστού. Η δράση της προκάλεσε τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Αντωνίνο, ο οποίος την συνέλαβε και της υποσχέθηκε υλικά αγαθά στην περίπτωση που θα θυσίαζε στα είδωλα. Βλέποντας όμως πως η Αγία παρέμενε σταθερή στην πίστη της, την υπέβαλε στο βασανιστήριο της πυρακτωμένης περικεφαλαίας, το οποίο υπέμεινε με καρτερικότητα. Τότε ο Αντωνίνος διέταξε και την έβαλαν σε ένα λέβητα με καυτό λάδι και πίσσα. Επειδή όμως είδε την Αγία άθικτη, πλησίασε το πρόσωπο του στον λέβητα – καθώς δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς η αγία είχε μείνει ανέπαφη – για να δοκιμάσει αν πράγματι είναι καυτό, και αμέσως τυφλώθηκε. Η Αγία με προσευχή έδωσε στον Αντωνίνο το φως του, με αποτέλεσμα να πιστέψει στο Χριστό ή κατ’ άλλους να σταματήσει τους διωγμούς εναντίον τους. Ελευθέρωσε πάντως την Αγία Παρασκευή, η οποία συνέχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο σε άλλα μέρη, μέχρι που έφτασε στην Ελλάδα.
Στα Τέμπη ένας ειδωλολάτρης άρχοντας την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία υπέμεινε καρτερικά, για να τελειωθεί με δια αποκεφαλισμού θάνατο.
Μέσα στη χορεία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης ξεχωριστή είναι η θέση του προφήτη Ηλία.
Στην Καινή Διαθήκη το όνομα του προφήτη Ηλία αναφέρεται πολλές φορές από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Προδρόμου, είπε πως ο Ιωάννης θα ερχόταν «ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλίου» (Λουκ., κεφ. α, στ. 17), θα είχε δηλαδή τα γνωρίσματα και το ζήλο του προφήτη Ηλία, θα ήταν ο ίδιος ο προφήτης Ηλίας, όπως ο λαός τον περίμενε να ξανάρθει. Ο Ιησούς Χριστός, όταν έδωσε μαρτυρία για τον πρόδρομο Ιωάννη κι έπλεξε το εγκώμιο του, είπε πως αυτός ήταν ο Ηλίας «Αν θέλετε, να το παραδεχθείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που έμελλε να έλθει».
Το πιο σπουδαίο είναι ότι οι μαθητές επάνω στο βουνό, κατά τη θεία Μεταμόρφωση, είδαν τους δυο Προφήτες, τον Μωϋσή και τον Ηλία, να συνομιλούν με τον Ιησού Χριστό. Όλα αυτά φανερώνουν την ξεχωριστή θέση του προφήτη Ηλία ανάμεσα στους Προφήτες και μέσα στη συνείδηση του λαού. Ακόμα και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ακούοντας τη διδασκαλία και βλέποντας τα θαύματά του, έβλεπαν τον προφήτη Ηλία, που είχε ξανάρθει. Ο Ιησούς Χριστός ρώτησε· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;». Κι οι μαθητές είπαν: «Ἰωάννην τὸν βαφτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν….».
Ο προφήτης Ηλίας έζησε τον 9 π.Χ. αιώνα και ήταν γιος του Σωβάκ και καταγόταν από τη Θέσβη (γι’ αυτό και ονομάστηκε Θεσβίτης), το σημερινό El Istib, της περιοχής Γαλαάδ και άνηκε στην φυλή του Ααρών. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του είδε μία θεία οπτασία: Δύο άνδρες λευκοφορεμένοι τον ονόμαζαν Ηλία, τον σπαργάνωναν με φωτιά και του έδιναν φλόγα να φάει. Τότε ο πατέρας του, πήγε στα Ιεροσόλυμα και αφού περιέγραψε την οπτασία στους ιερείς, εκείνοι του είπαν ερμηνεύοντας την οπτασία, ότι ο γιος του θα γίνει προφήτης και θα κρίνει το Ισραήλ με δίκοπο μαχαίρι και φωτιά.
Ο Προφήτης Ηλίας άσκησε το προφητικό του χάρισμα επί 25 έτη στα χρόνια του βασιλέα Αχαάβ, που βασίλεψε στα 873 – 854 π.Χ. Ο Αχαάβ και μάλιστα η γυναίκα του Ιεζάβελ ήσαν άνθρωποι ασεβείς κι εναντίον τους ήταν ο πόλεμος του προφήτη Ηλία. Η Ιεζάβελ, που δεν ήταν ισραηλίτισσα και γινόταν αιτία να νοθεύεται η πίστη από ειδωλολατρικά έθιμα, αυτή λοιπόν κυνήγησε πολύ τον προφήτη Ηλία, γι’ αυτό κι εκείνος αναγκαζόταν διαρκώς να φεύγει και να κρύβεται. Η Ιεζάβελ κυνηγούσε τον προφήτη Ηλία, όπως η Ηρωδιάδα τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Συνέχεια ανάγνωσης Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ→
Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924 μ.Χ., λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.
Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.
Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 – 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.
Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Οσίου τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Όσιος φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητά του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιον Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.
Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.
Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.
Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιον Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.
Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.
Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).
Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.
Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο Όσιος στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του Οσίου Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ’ όλ’ αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.
Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (
Ο Άγιος Προκόπιος, έζησε και μεγάλωσε στην Ιερουσαλήμ τα χρόνια που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός (290 μ.Χ.). Ο πατέρας του, ο Χριστοφόρος, ήταν ευσεβής άνθρωπος, σε αντίθεση με την μητέρα του, την Θεοδοσία , που πίστευε στα είδωλα.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του τον πήγε στον αυτοκράτορα, ο οποίος τον έκανε ηγεμόνα της πόλης των Αλεξανδρέων και του έδωσε εντολή να καταδιώκει και να βασανίζει τους χριστιανούς. Έτσι ο Προκόπιος ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια.
Κατά την πορεία του όμως, ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν αστραπές και βροντές και ταυτόχρονα άκουσε φωνή να τον καλεί με το όνομά του, που τον απειλούσε με θάνατο επειδή θα κατεδίωκε τους χριστιανούς και ταυτόχρονα και τον Αληθινό Θεό.
Μετά από αυτό το γεγονός ο Προκόπιος παρακάλεσε Εκείνον που του μιλούσε να του φανερωθεί περισσότερο για να δει ποίος είναι. Τότε εμφανίστηκε μπροστά του ένας Σταυρός από κρύσταλλο και ακούστηκε μία φωνή να του λέει: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἐσταυρωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Μετά από αυτό το θαύμα πίστευσε και έγινε χριστιανός.
Λίγο αργότερα επιστρέφοντας από νικηφόρα αποστολή, η μητέρα του προσπάθησε να τον πείσει να θυσιάσει στα είδωλα. Κατάλαβε όμως ότι είχε γίνει χριστιανός και τον πρόδωσε στον αυτοκράτορα. Εκείνος διέταξε τον ηγεμόνα της Καισάρειας Ουλκίο να τον ανακρίνει. Αυτός τον χτύπησε πολύ μέχρι λιποθυμίας και μετά τον έκλεισε στην φυλακή. Με την χάρη του Κυρίου όμως οι πληγές επουλώθηκαν και απελευθερώθηκε από τα δεσμά.
Η Αγία Κυριακή ήταν κόρη του Δωροθέου και της Ευσεβίας. Αυτοί ήταν άτεκνοι και παρακαλούσαν το Θεό να τους δώσει παιδί. Πράγματι, ο Θεός ευδόκησε, και το χριστιανικό αυτό ζευγάρι, απέκτησε παιδί. Γεννήθηκε ημέρα Κυριακή, γι’ αυτό και της έδωσαν το όνομα Κυριακή. Κατά το διωγμό του Διοκλητιανού, το έτος 282 μ.Χ., οι γονείς της συνελήφθησαν και μετά από ανάκριση βασανίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν από το δούκα Ιούστο. Η δε Κυριακή παραπέμφθηκε στον Καίσαρα Μαξιμιανό, και από εκεί στον άρχοντα Βιθυνίας Ιλαριανό, ο οποίος της υπενθύμισε ότι η ομορφιά της είναι για απολαύσεις και όχι για βασανιστήρια. Τότε η παρθένος κόρη του απάντησε: «Ούτε στη νεότητα μου, ούτε στην ομορφιά μου δίνω την παραμικρή προσοχή. Και τα λαμπρότερα από τα επίγεια πράγματα είναι προσωρινά, όπως τα άνθη και κούφια, όπως οι σκιές. Σήμερα, έπαρχε, είμαι όμορφη, αύριο μια άσχημη γριά. Να κάνω, λοιπόν, κέντρο της ζωής μου την ομορφιά μου; Την αξία της, όμως, τη γνώρισα στις ρυτίδες, που την περιμένουν και στον τάφο που την καλεί. Νόμισες, λοιπόν, ότι θα κάνω την τερατώδη ανοησία, να χάσω την αιώνια λαμπρότητα για να μείνω λίγο περισσότερο στη γη; Γι’ αυτό στο ξαναλέω, έπαρχε: είμαι και θα είμαι στη ζωή και στο θάνατο χριστιανή». Εξοργισμένος ο Ιλαριανός, σκληρά τη βασάνισε και διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Αλλά πριν πέσει η σπάθη, προσευχόμενη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο.
Είναι από τις μεγαλύτερες ασκητικές φυσιογνωμίες των αιγυπτιακών έρημωνο Όσιος Ονούφριος, καταγόταν από την Περσία. Από παιδί ακόμα έδειχνε φλογερό πόθο ολοκληρωτικής αφιέρωσης στο Θεό.
Σε νεαρή ηλικία, εντάχθηκε σε μια κοινοβιακή αδελφότητα, όπου για αρκετά χρόνια ασκήθηκε στην πνευματική και σωματική εγκράτεια και στην υπακοή. Η μεγάλη του ταπεινοφροσύνη έκανε τους αδελφούς του να τον αγαπήσουν πολύ. Όταν ωρίμασε περισσότερο στην ηλικία ο Ονούφριος θέλησε να πάει βαθύτερα στην έρημο, να γνωρίσει και να μιμηθεί τη ζωή των εκεί ασκητών της.
Με μεγάλη λύπη η αδελφότητα άφησε ελεύθερο το επίλεκτο αυτό μέλος της. Αφού βάδισε αρκετά μέσα στην έρημο, συνάντησε την καλύβη του ερημίτη Ερμία, που με θεία αποκάλυψη τον περίμενε. Ο Ερμίας τον οδήγησε σε μια καλύβη, κάτω από έναν πελώριο φοίνικα, που δίπλα κελάρυζαν τα νερά μιας καθάριας πηγής. Εκεί ο Ονούφριος επιδόθηκε σε μεγαλύτερη πνευματική άσκηση, και η φήμη του διαδόθηκε σε όλους τους ερημίτες, που συχνά πήγαιναν να τον συμβουλευθούν και να πάρουν την ευχή του. Τελικά, όταν κάποτε τον επισκέφθηκε ο Αββάς Παφνούτιος, άφησε την τελευταία του πνοή, και ο Παφνούτιος τον έθαψε κάτω από τον πελώριο φοίνικα. Θύμισε, έτσι, σε όλους τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «γύμναζε σεαυτόν προς ευσέβειαν» ( Α’ προς Τιμόθεον, δ’ 7). Δηλαδή, γύμναζε και συνήθιζε τον εαυτό σου στη συνεχή εξάσκηση της αγίας ζωής.
Ο Βαρθολομαίος ήταν από τους δώδεκα Απόστολους του Κυρίου και κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ινδούς στους οποίους και παρέδωσε το κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο. Αλλά στην Ουρβανούπολη οι ειδωλολάτρες τον σταύρωσαν, και έτσι ένδοξα τελείωσε τη ζωή του με το μαρτύριο.
Ο Βαρνάβας (ο και Iωσής ονομαζόμενος) ήταν Ιουδαίος Λευίτης, από την Κύπρο και στα χρόνια των Αποστόλων κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Βασικός συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου
ο Βαρνάβας, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στην Ιερουσαλήμ, στη Ρώμη, στην Αλεξάνδρεια και στη γενέτειρά του Κύπρο. Εκεί λιθοβολήθηκε από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες, και στη συνέχεια τον έκαψαν (Σαλαμίνα, Κύπρος). Τα άγια λείψανα του, συνέλεξε ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος και τα τοποθέτησε μέσα σε σπήλαιο. Παλαιά παράδοση αναφέρει ότι ο Βαρνάβας ενταφιάσθηκε με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, το οποίο και είχε αντιγράψει με τα χέρια του και το οποίο προσπάθησε να κάνει γνωστό «πάσει τη κτίσει».
Ο Βαρνάβας υπήρξε μεγάλη και ένδοξη εκκλησιαστική φυσιογνωμία, που διακρίθηκε για τη φλογερή του πίστη και για την ικανότητα του στο κήρυγμα του θείου λόγου.
Και οι δυο Απόστολοι συνέβαλαν κατά τον καλύτερο τρόπο στην εκπλήρωση της προφητείας του Κυρίου, ότι «εἰς πάντα τὰ ἔθνη δεῖ πρῶτον κηρυχθῆναι τὸ εὐαγγέλιον» (Μάρκ., ιγ’10). Δηλαδή, πρέπει σε όλα τα έθνη, σύμφωνα με το θείο σχέδιο να κηρυχθεί προηγουμένως το Ευαγγέλιο, για να είναι το κήρυγμα αυτό έλεγχος για εκείνους που δε θα πιστέψουν.
η σημερινή ήμερα είναι Λαμπρή και Πανηγυρική διότι ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης & Πατέρας μας, άγει τα σεπτά του ονομαστήρια του, εμείς του ευχόμαστε λοιπόν Χρόνια Πολλά , καλά ειρηνικά και Ευλογημένα και ευάρεστα στον Άγιο Θεό μας και καλή Αρχιεροσύνη
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο ενδοξότατος πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, ο ιδρυτής της βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε στην πόλη Ναϊσσό, τη σημερινή Νίσσα της κεντρικής Σερβίας, γύρω στο έτος 275.
Πατέρας του ήταν ο ελληνοϊλλυρικής καταγωγής Κωνστάντιος ο Χλωρός, αξιωματούχος τότε του ρωμαϊκού κράτους, ο οποίος κατόπιν, όπως θα δούμε, ανακηρύχθηκε Καίσαρας και Αύγουστος των δυτικών επαρχιών.
Μητέρα του υπήρξε η πολύ ευσεβής και ενάρετη Ελένη, που γεννήθηκε στην πόλη Δρέπανο της Βιθυνίας (Μικράς Ασίας) περί το έτος 247, από πατέρα ξενοδόχο. Την πόλη αυτή ο Μ. Κωνσταντίνος μετονόμασε αργότερα Ελενόπολη, προς τιμή της μητέρας του.
Ο Κωνστάντιος νυμφεύθηκε την Ελένη γύρω στο 273. Ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε ο πρωτότοκος από τα παιδιά που απέκτησαν.
Η τότε κατάσταση του κράτους
Την εποχή εκείνη της γέννησης του Κωνσταντίνου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε περιέλθει σε χαώδη κατάσταση. Οι βασιλείς, ο ένας μετά τον άλλο, φονεύονταν, και ανερχόταν ο εκάστοτε επικρατέστερος στον θρόνο. Το 284, μετά τη δολοφονία του Νουμεριανού, ανακηρύχθηκε στη Χαλκηδόνα ως νέος αυτοκράτορας ο Διοκλητιανός, που καταγόταν από τη Δαλματία, και έγινε αργότερα μεγάλος διώκτης των χριστιανών. Βασίλευσε για 21 έτη (μέχρι το 305), δύο όμως έτη μετά (286) διαίρεσε το Ρωμαϊκό κράτος σε δύο τμήματα, το Ανατολικό ή Ιλλυρικό και το Δυτικό τμήμα. Το Ανατολικό τμήμα περιλάμβανε την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο, και είχε πρωτεύουσα τη Νικομήδεια, όπου εγκαταστάθηκε ο ίδιος και απ’ όπου διεύθυνε την όλη αυτοκρατορία. Στο Δυτικό τμήμα, που περιλάμβανε την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Βρεταννία και τη Βόρεια Αφρική, με έδρα τα Μεδιόλανα (Μιλάνο της Ιταλίας) εγκατέστησε αυτοκράτορα τον έμπιστο φίλο του Μαξιμιανό τον Ερκούλιο (Ηρακλή).
Προχωρώντας στη διοικητική μεταρρύθμισή του ο Διοκλητιανός, το 293 διόρισε άλλους δύο βοηθούς στην ενάσκηση της εξουσίας, τους οποίους ονόμασε Καίσαρες, ενώ ο ίδιος και ο Μαξιμιανός διατήρησαν τον τίτλο του Αυγούστου (Σεβαστού). Οι Καίσαρες θα ήσαν συμβασιλείς, βοηθοί και διάδοχοι των Αυγούστων. Στην Ανατολή ο Διοκλητιανός προσέλαβε ως Καίσαρα τον γαμβρό του Γαλέριο, ενώ στη Δύση όρισε τον Κωνστάντιο Α’ τον Χλωρό, υπό την εξουσία του Μαξιμιανού.
Ο Κωνστάντιος με την ανακήρυξή του σε Καίσαρα (το 293) αναγκάσθηκε να διαζευχθεί την Ελένη, λόγω της ταπεινής καταγωγής της, την οποία η ρωμαϊκή νομοθεσία θεωρούσε ασυμβίβαστη για την άνοδο σε υψηλά αξιώματα του κράτους. Η Ελένη έδειξε απόλυτη κατανόηση στο δίλημμα του Κωνσταντίου, ο οποίος υποχρεώθηκε να νυμφευθεί τη θετή θυγατέρα του Αυγούστου της Δύσης Μαξιμιανού Θεοδώρα. Αποσύρθηκε τότε η Ελένη από τον δημόσιο βίο και επιδόθηκε σε ποικίλα έργα φιλανθρωπίας, είχε δε τη συμπαράσταση του υιού της Κωνσταντίνου σε όλους τους σταθμούς της εξέλιξής του (Καίσαρ, Αύγουστος, Αυτοκράτορας). Αλλά στο έργο της Ελένης θα επανέλθουμε αργότερα. Συνέχεια ανάγνωσης ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΣΤΕΠΤΩΝ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ→
Την Σημερινή ήμερα και κάθε χρόνο σήμερα, 20 Μαΐου η Αγία Εκκλησιά μας ,εορτάζει και τιμά την Αγία Ισαπόστολο Λυδία την Φιλιππησία με αφορμή αυτό το γεγονός σας παραθέτω μια συνέντευξη με τον Μακαριστό Μητροπολίτη Φιλίππων κ.κ.Προκόπιον