ΕΤΑΚΤΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ( Διαβάστε & Συμμετάσχετε )

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Κάνουμε γνωστό στην Αγάπη όλον σας ότι αύριο το απόγευμα ήμερα Παρασκευή 20 Νοεμβρίου , στις 6.00μ.μ  στον Ιερό ναό μας, ο πάτερ Στυλιανός θα κάνει παράκληση στον Σωτήρα και Κύριο μας Ιησού Χριστό και στο τέλος θα διαβάσει και την ειδική ευχή για την απαλλαγή  της πανδημίας του Κορώνω ιού

Δυστυχώς κεκλεισμένων τον θυρών ,όμως αυτό δεν μας στερεί την δυνατότητα να προσευχηθούμε όλοι μαζί ενωμένοι, εγώ από τον Ιερό Ναό μόνος μου ,αλλά με όλους εσάς γονατιστούς από την κατ οίκον εκκλησία σας ,το ευλογημένο  σπιτικό σας .

Η Παράκληση και η ευχή για την απαλλαγή από τον  ιό 

θα μεταδοθεί ζωντανά από την σελίδα μας στο facabook ( Ζωντανή αναμετάδοση ιερού ναού Αγίου πολυκάρπου Μενεμενης ) .

ΕΚΤΑΚΤΟ – ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Γίνεται γνωστό στην αγάπη σας ,ότι την Πέμπτη  26 Νοεμβρίου 2020, είναι η  εορτή του Αγίου, Οσίου πατρός ημών Στυλιανού του Παφλαγόνος .

Ο  Ιερός ναός μας κάθε χρόνο πανηγυρίζει τον ¨Αγιο Στυλιανό τον προστάτη των παιδιών & των βρεφών ,διότι έχουμε και το Παρεκκλήσι του .Φέτος όμως  Δυστυχώς  Λόγω των αυστηρών υγειονομικών μέτρων, λόγω της πανδημίας ο εορτασμός θα γίνει διαφορετικά και δίχως την συμμετοχή την δική σας.ο Π,Στυλιανός Χαρπαντίδης ( Προϊστάμενος ) του ναού μας θα τελέσει από την παραμονή της εορτής 25 Νοεμβρίου τον Πανηγυρικό Εσπερινό & τον Όρθρο της εορτής του Αγίου, ενώ ανήμερα 26 Νοεμβρίου το πρωί στης 7.30π.μ  Κεκλεισμένων των Θυρών,θα τελέσει την Θεία Λειτουργία της εορτής  .

ο πάτερ Στυλιανός   αυτή την ημέρα  άγει τα σεπτά ονομαστήριά του & όπως προαναφέραμε θα τελέσει την Θεία Λειτουργία εντός του Ιερού  Ναού κεκλεισμένων των θυρών.

Ο  πάτερ Στυλιανός  στο τέλος της Θείας Λειτουργίας  δεν θα δεχθεί τις ευχές του χριστεπωνύμου πληρώματος της ενορίας και των ευλαβών προσκυνητών , όπως κατ’ έθος συνηθίζει κατά την ημέρα των ονομαστηρίων του ,στον Ιερό Ναό αλλά μόνο τηλεφωνικώς στο κινητό του 693-7363695

Ο Πάτερ  απευθύνει θερμή παράκληση στον πιστό λαό να συμμετάσχει πνευματικά στην εορτή αυτή  και να προσεύχεται στον Κύριο μας Ιησού Χριστό και στην Παναγία Μητέρα του αλλά και στους Αγίους της Πίστεως μας (Αγιο Πολύκαρπο & Αγιο Στυλιανό ) υπέρ ενισχύσεως της ελαχιστότητός του και για την εν γένει πρόοδο της Ενορίας μας αλλά και ο Πανάγαθος Θεός να μας απαλλάξει  σύντομα, από τον Πειρασμό και την Δοκιμασία της ασθένειας που μας ταλαιπωρεί και να βρεθούμε όλοι  μαζί σύντομα στον ναό μας .

Καλή συνέχεια στον πνευματικό αγώνα της Σαρακοστής των Χριστουγέννων  

 

Η προσευχή κατά τον Ιερό Χρυσόστομο

Στην ορθόδοξη παράδοσή μας, όσο ο άνθρωπος ανέρχεται τις βαθμίδες της πνευματικής προόδου, τόσο εκθειάζει και αναγνωρίζει ως μέγιστο έργο την προσευχή.

Στην χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας συμβαίνει κάτι θαυμαστό, όσο και συγκινητικό: Άνθρωποι με μεγάλες  διαφορές στον χαρακτήρα, τις προϋποθέσεις, τις καταβολές, τους πειρασμούς, τα πάθη και τις δωρεές, αποφασίζουν να βαδίσουν τον δρόμο της ολοκληρωτικής αφοσίωσης στον Θεό και την περιφρόνηση όλων των υλικών και κοσμικών απολαύσεων. Τους παρακολουθούμε να επιτελούν αγώνες με ποικιλία έντασης, μεθόδου, αποτελεσμάτων, πισωγυρισμάτων αλλά και θαυμαστής αρπαγής, συχνά απρόβλεπτης και πάντα διενεργούμενης κατά χάριν και όχι βεβαίως ως αξιομισθία ανθρωπίνων κατορθωμάτων. Η μοναδικότητα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου επαληθεύεται από την μοναδικότητα της πνευματικής πορείας ενός εκάστου των αγίων μας, αλλά και των ιδιαιτέρων δωρεών που αξιώνεται, πάντα προς χάριν και παραμυθία του λαού του Θεού, που διαχρονικά καταφεύγει σ΄ αυτούς ως την εσχάτη καταφυγή, όταν οι καιροί οδηγούν τους ανθρώπους στην απόγνωση.

Πολλά τα χαρίσματα, πολλοί οι πειρασμοί, πολλά τα κατορθώματα ενός εκάστου. Λίγα τα κοινά: Η ταπεινοφροσύνη ως η μεγίστη των αρετών, η αγάπη, ως η μεγίστη των ευεργεσιών προς το πλήρωμα της Εκκλησίας. Και μεταξύ αυτών η προσευχή, ως η υψίστη μέθοδος, η υψίστη οδός, ο ύψιστος προορισμός.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν αποτελεί εξαίρεση. Το πρόσωπο του αποτελεί ένα εξ εκείνων των προσώπων, που η εκκλησιαστική ιστορία περιέσωσε και περιέγραψε με πλήθος στοιχείων προς ευργεσίαν των πιστών μέχρι της συντελείας του αιώνος. Χαρακτήρας, καταγωγή, σπουδές, διαδρομή, πειρασμοί, χαρίσματα, δωρεές και τέλος διώξεις και μαρτύριο είναι γνωστά. Το πλήθος των κειμένων του τον αναδεικνύουν ως μέγιστο παιδαγωγό και δημιουργό λόγου, τα οποία αναδεικνύουν την δομημένη σκέψη του, την χαριτωμένη ιδιοσυγκρασία του, την ανδρεία του φρονήματός του, το εύρος των γνώσεων και την διαρκή μέριμνα προς το ποίμνιό του. Η θεματολογία του ευρύτατη και η διεισδυτικότητα του άφταστη, που σε συνδυασμό με την αμεσότητα του λόγου του και την αγαπητική του διάθεση, καθιστούν τα κείμενά του διαχρονικά. Και μέσα σ΄ αυτά, αποδέκτης των θερμότερων λόγων του, ως καταγραφή, μοιραία ελλιπή-καθώς υπάρχουν πράγματα, που η ανθρώπινη γλώσσα αδυνατεί να περιγράψει-η προσευχή.

Για να κατανοήσει κανείς το περιεχόμενο που προσδίδει στην ύψιστη αυτή πράξη της πνευματικής ζωής, πρέπει να γνωρίζει και τις συνθήκες του συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου. Ο τέταρτος αιώνας είναι κρίσιμος για την επί της γης πορεία της Εκκλησίας. Οι διωγμοί δεν έχουν ξεχαστεί και όπως συμβαίνει πάντα, η ένταση μιας καταστάσεως ακολουθείται, αργά η γρήγορα, από ανάλογη ένταση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εδώ έχουμε τον υπέρμετρο ενθουσιασμό και την θριαμβολογία μιας νεοσύστατης Χριστιανικής αυτοκρατορίας που αντικαθιστά τη φρίκη σκληρότατων διωγμών. Τι πιο ανθρώπινο να οδηγηθούν οι μέχρι πρόσφατα διωκόμενοι στην εντύπωση πως πλέον ο παράδεισος εγκαταστάθηκε στη γη; Οι συνέπειες γνωστές και οι συνθήκες αναμενόμενες:

Η Χριστιανική πίστη, από όνειδος, είναι πλέον το διαβατήριο κοινωνικής καταξίωσης. Η κοσμική δικαίωση αγώνων και μαρτυρίων μοιραία αμβλύνει το φρόνημα των πνευματικών αγώνων. Ο αναχωρητισμός της εποχής εκείνης αποτελεί την αντίδραση μερίδας των Χριστιανών να διασώσουν την πίστη από την εκκοσμίκευση και αναζητήσουν το μαρτύριο, όχι πλέον στα ιπποδρόμια και τις αρένες, αλλά στις εσωτερικές αόρατες παλαίστρες της ψυχής, όπου ο αληθινός κοσμοκράτορας διεκδικεί μέσω των παθών την άλωση των ψυχών.

Στον αγώνα αυτόν, η προσευχή, ως πνευματική και σωματική εργασία πρέπει να ερμηνευθεί πια  ως κάτι ευρύτερο από απλό αίτημα σωτηρίας. Δεν έχει κλείσει καλά καλά ένας αιώνας από τότε που η προσευχή ήταν κατανοητή ως αίτημα προστασίας από τους διώκτες ή ως αίτημα αναπαύσεως από τον πόνο των φρικτών βασανιστηρίων. Τώρα όμως έχει έρθει η ανάπαυσις, συνοδευόμενη από ευημερία, ασφάλεια και άσθμα ισχύος και υπεροχής. Τι θέση πια κατέχει η προσευχή στη ζωή του μέσου πιστού; Τι να ζητήσει με αληθινό ζήλο και όχι απλώς διεκπεραιώνοντας μια τυπική διαδικασία; Ποια φλογερή ανάγκη να αναδειχτεί που θα μετατρέψει την προσευχή σε ανάλογο πυρ, αναβαίνον μέχρι του θρόνου του Θεού;

Η παρουσία των τριών Ιεραρχών, μεταξύ των οποίων και ο Ιερός Χρυσόστομος, αποτελούν για την Εκκλησία αληθινή δωρεά. Άνθρωποι του κόσμου οι ίδιοι, έστυψαν όλο το φάσμα της κοσμικής γνώσεως, συλλέγοντας τους γλυκείς χυμούς  του. Και συγχρόνως, φωτεινά  πνεύματα που δόμησαν ατράνταχτο θεολογικό λόγο, που θα κινδύνευε να μεταβληθεί σε κοσμικό σύστημα στοχασμού, αν δεν διαποτιζόταν από έντονη πνευματική εργασία και αγώνα εναντίον προσωπικών παθών. Εκεί έγκειται το μεγαλείο της κληρονομιάς του Χρυσοστόμου: Στην διαρκή διαλεκτική ανάμεσα στον θεολογικό στοχασμό και το νηπτικό βίωμα.

Για τον θεολόγο Χρυσόστομο, ο Θεός είναι ακατάληπτος και απρόσιτος για την ανθρώπινη φύση. Τα ανθρώπινα προσόντα δεν επαρκούν για να Τον προσεγγίσει  ο άνθρωπος. Ο Θεός όμως δεν επιθυμεί να παραμείνει μακρινός. Αυτό αποτελεί το πρώτο και βαθύτερο αίτιο της Θείας οικονομίας. Ο άνθρωπος επικοινωνεί κατά χάριν με τον Θεό και απολαμβάνει  περάν πάσης αξιομισθίας, αλλά και περάν πάσης συγχύσεως θειας και ανθρωπίνης φύσεως, τις απολυτρωτικές θείες δωρεές. Γέφυρα μεταξύ των δύο φύσεων, θεμελιωμένης  από τη μεριά του Θεού, αποτελεί η ενσάρκωση, ως το μέγιστο δείγμα της θείας αγάπης. Γέφυρα μεταξύ των δύο φύσεων, θεμελιωμένης από τη μεριά του ανθρώπου, είναι η αποδοχή και το «γένοιτο» του ανθρώπου που ακούστηκε από το στόμα της Παναγίας. Μια διαρκή ενίσχυση αυτού του «γένοιτο» για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά αποτελεί η προσευχή.

Το μεγαλείο της προσωπικότητας του Ιερού Χρυσοστόμου φαίνεται από το βάθος της γνώσης του ως προς την προσευχή. Ουσιαστικά η διδασκαλία του εμπεριέχει εν σπέρματι αλλά και ευρύτερα όλη την σοφία των νηπτικών Πατέρων που η συστηματική καταγραφή της εμπειρίας τους θα αρχίσει δύο αιώνες αργότερα. Το εντυπωσιακό όμως είναι πως στην περίπτωση των Πατέρων εκείνων, η μυστική εμπειρία πραγματοποιείται στην έρημο ή στις σκήτες, μακριά από την βουή των πόλεων και της κοσμικής συναναστροφής. Ο ιερός Χρυσόστομος όμως είναι ποιμένας και η ζωή του χαρακτηρίζεται από όλα εκείνα τα στοιχεία που συνεπάγεται ο ρόλος και αργότερα το αξίωμά του. Η συναναστροφή, οι κοσμικές υποχρεώσεις, η διοίκηση, οι κάθε είδους ευθύνες, αποτελούν στοιχεία που θεωρητικά δεν θα έπρεπε να αφήνουν χρόνο, όχι μόνον για μυστική εργασία, αλλά ούτε καν για ύπνο. Κι όμως! Αυτά τα καθήκοντα δεν εμπόδισαν τον μέγα Ιεράρχη να συγγράψει έναν εντυπωσιακό σε όγκο έργο, αλλά και να επιδοθεί σε πνευματική εργασία εφάμιλλη των μεγάλων ασκητών σε βάθος και ποιότητα. Και μάλιστα είναι φανερό πως το μείζον αποτελεί καρπό αυτής ακριβώς της εργασίας και όχι όλου του άλλου μόχθου του. Πάλλεται η καρδιά του αγίου όταν μιλά περί προσευχής, όπως διαβάζουμε στις δύο ομιλίες του «Περί προσευχής» στον 50ο τόμο της Πατρολογίας του Migne, 775)

«τοῦτο ζωὴν, τοῦτο ὑγείαν καὶ πλοῦτον, τοῦτο πέρας ἀγαθῶν εἶναι νομίζοντες, τὸ προσεύχεσθαι τῷ Θεῷ μετὰ καθαρᾶς καὶ ἀδιαφθόρου ψυχῆς».

Ο προσεκτικός παρατηρητής θα διαπιστώσει πως υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ προσευχής και ακτίστου φωτός, διδασκαλία, η οποία θα φτάσει σε συστηματική παρουσίαση οκτακόσια σχεδόν χρόνια αργότερα, στην διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

«Εἰ οὖν τυφλῷ ζημία τὸ μὴ ὁρᾷν τὸν ἥλιον, πόση ζημία Χριστιανῷ τὸ μὴ προσεύχεσθαι συνεχῶς καὶ διὰ τῆς εὐχῆς τὸ τοῦ Χριστοῦ φῶς εἰς τὴν ψυχὴν εἰσάγειν;»

Στην προσευχή βρίσκει ο ιερός Πατήρ το σημείο υπεροχής ακόμη και εν συγκρίσει με τους αγγέλους. Διότι κατ΄ εξοχήν στον θνητό άνθρωπο δίδεται  το προνόμιο να διαλέγεται με την Πηγή της αθανασίας. Η υπέρβαση της τρεπτής, ακόμη, ανθρώπινης φύσης είναι μεγαλύτερα από εκείνης των αγγέλων, που εν πάση περιπτώσει κινούνται στα πλαίσια της παγιωμένης στο αγαθό φύσεώς τους. Στον πεπτωκότα όμως άνθρωπο η απόσταση που καλύπτει η προσευχή είναι κολοσσιαία, αντίστοιχη της αποστάσεως μεταξύ κτιστού και Ακτίστου.

Κάθε έργον ευσεβείας είναι προκαταρκτικό της λειτουργίας της προσευχής και χωρίς αυτήν, κάθε έργο είναι καταδικασμένο σε μαρασμό και ασήμαντη αποτελεσματικότητα: Εἴτε γὰρ παρθενίας τις ἐραστὴς, εἴτε τὴν ἐν γάμῳ σωφροσύνην τιμᾷν ἐσπουδακὼς, εἴτε κρατεῖν ὀργῆς καὶ πραότητι συζῇν, εἴτε φθόνου καθαρεύειν, εἴτε ἄλλο τι τῶν προσηκόντων ποιεῖν, προσευχῆς ἡγουμένης, καὶ προλεαινούσης τὴν τοιαύτην ὁδὸν τοῦ βίου, εὐχερῆ τε καὶ ῥᾴδιον ἕξει τὸν τῆς εὐσεβείας δρόμον.

Για τον Άγιο Ιωάννη τον   Χρυσόστομο, δεν υπάρχει δισταγμός ούτε αβεβαιότητα ως προς το ποιόν και το αποτέλεσμα της προσευχής. Τα της προσευχής αιτήματα αποτελούν θεμελίωση της σχέσης Πατρός με υιούς και θυγατέρες. Επικαλείται το βιβλικό «Τίς ἐστι, ἐξ ὑμῶν, ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; ἢ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ;», ώστε να συνδυάσει την θεία παντοδυναμία με την πατρική τρυφερότητα και να επιβεβαιώσει και δι΄ αυτής της οδού τη σημασία της προσευχής, ως ενισχύουσα μια τέτοια σχέση.

Ως προς την αξιολόγηση των όντως αθλητών του Χριστού, ο ιερός Πατήρ είναι λιτός και επιγραμματικός: «Κριτήριο για μένα», λέει, «είναι να ιδώ άνθρωπο που είναι ερωτευμένος με την προσευχή και δεν έχει άλλο χειρότερο από το να τη στερηθεί. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι είδη σεσωσμένος και συγκαταλέγεται στην χορεία των αγίων, όντας ήδη ναός Θεού. Διαφορετικά, πώς είναι δυνατόν», αναρωτιέται, «να ποθείς τις αρετές και να αγωνίζεσαι με κάθε τρόπο να τις αποκτήσεις, αν έχεις διακόψει την προσευχή, ως απευθείας σχέση με Εκείνον που τις παρέχει. Ποιος αναζητά νερό αγνοώντας την πηγή του; Αλλά και η σωφροσύνη της ψυχής, ο στολισμός της, η τελειότητά της, πως είναι δυνατόν να θεωρηθεί εφικτή χωρίς την θεια παρέμβαση; Ποιος τολμά να πει πως είναι σε θέση να καλλωπίσει την ύπαρξή του μέσω των κατορθωμάτων του και όχι μέσω τη χάριτος; Διότι η εργασία των αρετών δεν αποτελεί προϋπόθεση σωτηρίας, αλλά προϋπόθεση υποδοχής της χάριτος που εργάζεται την σωτηρία μας.

 Πώς λοιπόν μπορεί ο αγωνιστής του πνεύματος να αμελήσει τον σύνδεσμο με τον κατ΄ εξοχήν παράγοντα αναγέννησης της ψυχής του; Χωρίς προσευχή λοιπόν, αποτελεί διαρκή κίνδυνο η διολίσθηση προς την έπαρση, η οποία πείθει τον άνθρωπο πως μπορεί με τα έργα του να σωθεί. Αυτό το πάθος της επάρσεως και της αλαζονείας είναι που μπορεί να διαβρώσει και να ακυρώσει ακόμη και τους αιματηρότερους αγώνες και η προσευχή αποτελεί την μοναδική αποτελεσματική οδό αποφυγής του.

Αντίθετα, και από μόνη της προσευχή είναι σε θέση να εξισορροπήσει το βάρος όλων των παθών κι από μόνη της να μεταμορφώσει τη ζωή: Λέγει για του Νινευίτες: «Ἅμα τε γὰρ ἔλαβεν αὐτοὺς ἡ προσευχὴ, καὶ δικαίους ἐποίησε, καὶ πόλιν εἰθισμένην ἀκολασίᾳ καὶ πονηρίᾳ καὶ παρανόμῳ βίῳ συζῇν, ἐπανώρθωσεν ὀξέως, παλαιᾶς συνηθείας μεῖζον ἰσχύσασα, τῶν οὐρανίων νόμων πλήρη πεποιηκυῖα τὴν πόλιν, συνεφελκομένη μεθ’  ἑαυτῆς καὶ σωφροσύνην, καὶ φιλανθρωπίαν, καὶ πραότητα, καὶ πρόνοιαν πτωχῶν».

Αιώνιο το παράδειγμα της πόλης Νινευή. Διότι, όπως αναφέρει, η ζωή του ανθρώπου συχνά προσομοιάζει  με αισχράν γυναίκα, ενδεδυμένη κουρέλια και φέρουσα κάθε είδους πληγή. Και είναι αρκετή η καρδιακή προσευχή να επαναφέρει την λαμπρή πρώτη στολή και να παραστήσει την ανθρώπινη ύπαρξη καθαρή και άμωμη ενώπιον του θρόνου του Θεού.

Η προσευχή αποτελεί συγχρόνως ιάμα και τείχος προστασίας. Τειχίζει την ύπαρξη και δεν επιτρέπει να διαχέονται οι κόποι των αγώνων, όταν οι σωματικές δυνάμεις εξασθενούν και επέρχεται η χαύνωση και η ραθυμία. Είναι φανερό πως ο ιερός πατήρ γνωρίζει από εμπειρία πως οι σωματικές δυνάμεις δεν είναι πάντα διαθέσιμες, ούτε το σφρίγος τους μόνιμο. Χωρίς αυτές, η εργασία των αρετών μοιραία ατονεί και άλλη οδός ανασυντάξεως και επανεκκινήσεως δεν υπάρχει από την προσευχή. Αυτή δεν ζητά κόπο σώματος. Ακόμη και την ώρα της αναπαύσεως, ακόμη και το κρεβάτι του πόνου, ακόμη και στη διάρκεια του ύπνου, η προσευχή αποτελεί πάντα τον απλούστερο και τον αποτελεσματικότερο δρόμο προς συνάντησιν του Θεού. Τελικώς , αναρωτιέται, μήπως καταναλώνουμε δυνάμεις με διάθεση και ζήλο στην εργασία των αρετών και περιφρονούμε το απλό, το άμεσο, το ταχύτατο για να συναντήσουμε Αυτόν που ποθεί η καρδιά μας;

Ταπεινός ο ίδιος, επικαλείται την εμπειρία του Αποστόλου Παύλου: «Τῇ προσευχῆ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ, ἐν εὐχαριστίᾳ· καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, φησὶν, ἐν παντὶ εὐχαριστοῦντες· τοῦτο γάρ ἐστι θέλημα Θεοῦ· καὶ ἑτέρωθι  πάλιν, Προσεύχεσθε ἐν παντὶ καιρῷ ἐν πνεύματι, εἰς αὐτὸ ἀγρυπνοῦντες, ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει. Οὕτω πολλαῖς καὶ θείαις φωναῖς ἐπὶ προσευχὴν ἡμᾶς καλεῖ συνεχῶς ὁ τῶν ἀποστόλων ἡγεμών».

 

Με πολύ συγκινητικό τρόπο, που κυριολεκτικά χτυπά κατευθείαν στην καρδιά και τον πιο απλό χριστιανό, είναι η σύνδεση που κάνει ο ιερός πατήρ μεταξύ προσευχής και ντροπής. Με τρόπο που αποδεικνύει την βαθιά ποιμαντική εμπειρία του αλλά και την προσωπική του αγωνία, περιγράφει την προσευχή ως τον κατ΄ εξοχήν παράγοντα αυτογνωσίας. Η προσευχή, τοποθετούσα διαρκώς ενώπιον του πανάγαθου Θεού την ύπαρξη, την θέτει υπό κρίσιν, όχι με χαρακτηριστικό τον φόβο ή την απειλή αλλά το φιλότιμο, που γεννιέται από την σύγκριση. Η προσευχόμενη ύπαρξη εμβαθύνει διαρκώς στην θεία αγάπη, η οποία φωτίζει με τρόπο λυτρωτικό και όχι επικριτικό την ανθρώπινη ατέλεια και σκληροκαρδία.

«οἱ προσευχόμενοι σπουδαίως, οὐχ ὑπομένουσιν οὐδὲν παθεῖν τῆς προσευχῆς ἀνάξιον, ἀλλ’  αἰσχυνόμενοι τὸν Θεὸν, ᾧ διελέχθησαν ἄρτι».

Η συνάντηση με τον Θεό μέσω της προσευχής αποκαλύπτει περίτρανα το αίσχος της ψυχής που επέτρεψε κατά το παρελθόν να εισέλθει δια των παθών ο δαίμονας στην ψυχή και απορούν πως είναι δυνατόν ο πανάγιος Θεός να καταδεχτεί να ενοικήσει σε ψυχή που επανειλημμένως αμαυρώθηκε από την συγκατάνευση και την υποταγή σε ζοφερές  συνήθειες και πράξεις. Και, ώ του θαύματος, η συναίσθηση αυτή, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσωτερική εξουθένωση, οδηγεί στην συνειδητοποίηση πως ο Θεός συμπεριφέρεται σα να άρχισε τώρα η ζωή και σα να μην επήλθε ποτέ ούτε ρήξη, ούτε πτώση. Αυτό το πάγγλυκο συναίσθημα της πατρικής αποδοχής καμία άλλη πράξη δεν μπορεί να εξασφαλίσει παρά μόνον η προσευχή.

Με ευρηματικό και χαριτωμένο τρόπο ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει πως η προσευχή μπορεί ευκολότατα να εξισώσει τον τελευταίο πιστό με τον κορυφαίο άγιο. Φέρνει ως παράδειγμα τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ, ἐν εὐχαριστίᾳ, προσευχόμενοι ἅμα καὶ περὶ ἐμοῦ, ἵνα μοι δοθῇ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματός μου ἐν παῤῥησίᾳ, λαλῆσαι τὸ μυστήριον τοῦ Εὐαγγελίου. Τί λέγεις; τοσαύτην ἡμῖν παῤῥησίαν αἱ προσευχαὶ διδόασιν, ὡς ὑπὲρ Παύλου τολμᾷν τὸν Θεὸν ἱκετεύειν; τις τολμᾷ στρατιώτης ὑπὲρ τοῦ μεγάλου στρατηγοῦ τὸν βασιλέα παρακαλεῖν; Καίτοι γε οὐδεὶς οὕτω στρατηγὸς τῷ βασιλεῖ φίλος, ὡς Παῦλος τῷ Θεῷ· ἀλλ’ ὅμως εἰς τοσαύτην ἄγουσιν ἡμᾶς αἱ προσευχαὶ τιμὴν, ὡς ὑπὲρ Παύλου τολμᾷν τὸν Θεὸν ἱκετεύειν».

Σε κάθε φράση του για την προσευχή, ο άγιος Ιωάννης προσφέρει θησαυρό. Θα άξιζε όμως να δει κανείς λίγο γενικότερα το θέμα. Παρά την μεγάλη του εκτίμηση στην προσευχή, δεν δίνει οδηγίες. Η θέση του για την προσευχή κατευθύνει τον προσεκτικό παρατηρητή να εξετάσει μήπως γι’  αυτό η προσευχή είναι κάτι πολύ περισσότερο από λόγους. Διαβάζοντας το κείμενο του σε δύο κεντρικές ομιλίες περί προσευχής έχει την αίσθηση πως αγωνίζεται να την περιγράψει, καταφεύγοντας πολλές φορές σε βιβλικά χωρία και επαναλήψεις με ελαφρές αποκλίσεις. Αυτό δεν δείχνει αδυναμία λόγου του μεγίστου Χριστιανού ρήτορος αλλά μάλλον συμβιβασμό με το γεγονός πως η προσευχή δεν είναι πράξη, αλλά κατάσταση της ψυχής του, κάτι που θα διατυπώσουν αργότερα οι Νηπτικοί Πατέρες. Πρόκειται για εκείνην την κατάσταση, στην οποίαν η καρδία, από ένα σημείο και πέρα προσεύχεται από μόνη της, χωρίς καν την παρεμβολή της θελήσεως, η οποία άλλωστε έχει αποδοθεί πλήρως στον Θεό. Πρόκειται για κατάσταση, στην οποίαν όλη η ύπαρξη αναπνέει δια της προσευχής και η οποία  εκπέμπεται αβίαστα, κινούμενη διαρκώς από το αίτημα στη δοξολογία και από κει στη σιωπή. Σιωπή όχι αδυναμίας αλλά εξαντλήσεως των λεκτικών μέσων. Είναι αυτή η καρδιακή προσευχή, κατά την οποία δεν προσεύχεται ο άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, ο εγκατεστημένος δια του βαπτίσματος εις την καρδίαν.

Δεν είναι της παρούσης να περιγραφεί η κατάσταση αυτή. Αρκεί ίσως να κρατήσουμε πως η προσευχή, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή και σαφώς την υπερβαίνει, οδηγώντας τόν προσευχόμενο σε άμεση σχέση με τον Θεό, από την οποίαν κάθε διακοπή γίνεται πρόξενος αφόρητου πόνου μια πικρής εγκατάλειψης. Και αν είναι κάτι να κρατήσουμε στην καρδιά μας ας είναι τα δικά του λόγια: «Προσευχὴ σωτηρίας ἀφορμὴ, ἀθανασίας πρόξενος ψυχῆς, τῆς Ἐκκλησίας τεῖχος ἀῤῥαγὲς, φυλακτήριον ἄσειστον, φοβερὸν μὲν τοῖς δαίμοσι, σωτήριον δὲ τοῖς εὐσεβέσιν ἡμῖν».

 

Βίος του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου & Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου

Ο Άγιος Φίλιππος ο Απόστολοςagios-apostolos-filippos εορτάζει στις 14 Νοεμβρίου

Υπήρξε ένας από τους δώδεκα. Και μάλιστα επίλεκτο μέλος της αγίας αυτής ομάδος.

Την πρώτη γνωριμία του με τον Χριστό μας την παρουσιάζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης με τούτα τα λόγια: «Τη επαύριον ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις την Γαλιλαίαν•και ευρίσκει Φιλιππον και λέγει αυτώ•ακολούθει μοι» (Ιωαν. α’ 44). Ύστερα από το βάπτισμά Του και την τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του στην έρημο και τους πειρασμούς Του από τον διάβολο, νικητής αποφασίζει να αναχωρήσει από την Ιουδαία στην Γαλιλαία για την έναρξη του έργου του. Εκεί, σαν έφθασε o Κυριος μας  , βρήκε μεταξύ των πρώτων τον Φίλιππο, που ήταν από τη Βηθσαϊδά, την ίδια πόλη από την οποία καταγόντουσαν και οι άλλοι δύο Απόστολοι και αδελφοί, Ανδρέας και Πέτρος. Πτωχοί και απλοϊκοί άνθρωποι ήσαν όλοι αυτοί. Όμως ο Κύριος τέτοιους εργάτες κατά κανόνα διαλέγει για τη διακονία Του. Ανθρώπους ταπεινούς και καλοδιάθετους. Την αγνή και πρόθυμη διάθεση είδε ο Κύριος στα βάθη της ψυχής του Φιλίππου και αυτήν εξετίμησε και έσπευσε να του μιλήσει και να του απευθύνει την τιμητική πρόσκληση: «Ακολούθει μοι», ακολούθησέ με.

Την αξία αυτής της κρίσεως την βλέπουμε αμέσως στον τρόπο με τον οποίο ο Φίλιππος έσπευσε να ανταποκριθεί στην ιερή πρόσκληση του Ιησού, χωρίς κανένα ενδοιασμό, αλλά με ενθουσιασμό και ζηλευτή προθυμία αφήνει τα πάντα και ακολουθεί τον Κύριο. Αφήνει εργασία, γονείς, φίλους και γνωστούς, σπίτι, μικρή έστω περιουσία και σπεύδει να γίνει ένας ακόλουθος της συντροφιάς του Ιησού. Κάπως παράξενη η σπουδή του να ακολουθήσει τον Κύριο, θα σκεφθεί ίσως κάποιος. Παράξενη μπορεί να φαίνεται. Αν θελήσουμε όμως να προσέξουμε και να εμβαθύνουμε λίγο στα λόγια του Ευαγγελιστή Ιωάννη, η απορία αυτή θα διασκεβασθεί αμέσως. «Ην δε ο Φιλιππος από Βηθσαϊδά, εκ της πόλεως Ανδρέου και Πετρου». (Ιωάν. α’ 45). Ο Φίλιππος δηλαδή καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Ιδού το μυστικό της προθυμίας του Φιλίππου να ακολουθήσει τον Κύριο. Ήταν συμπολίτης του Ανδρέα. Και ο Ανδρέας ήταν μία από τις ευγενικές εκείνες καρδιές που με λαχτάρα περίμενε τον Μεσσία. Ο πόθος του αυτός τον έσπρωξε να γίνει και μαθητής του Ιωάννη του Βαπτιστή. Και αυτά που άκουε από την φωνή «του βοώντος εν τη ερήμω», φρόντιζε να τα μεταφέρει συχνά και να τα κάμνει γνωστά και στους άλλους. Πόση καλοσύνη και ευγένεια ψυχής δεν φανερώνει τούτο το παράδειγμα! Μα και πόσο ιεραποστολικό ζήλο για την ευτυχία και την σωτηρία των άλλων!

Όταν ο Ανδρέας μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή γνώρισε τον Κύριο και κλήθηκε πρώτος να γίνει μαθητής Του, φρόντισε αμέσως την χαρά του να την μοιρασθεί με τον αδελφό του Πέτρο. Αδελφέ μου, του είπε, «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ναι! Βρήκαμε Εκείνον, που περιμέναμε. Βρήκαμε τον Χριστό. Έτσι ερμηνεύεται στα Ελληνικά η λέξη Μεσσίας.Το παράδειγμα του Ανδρέα επαναλαμβάνει και ο Φίλιππος. Μόλις και αυτός κλήθηκε να ακολουθήσει τον Ιησού, σπεύδει και αυτός να κάμει κοινωνό της χαράς του τον φίλο του Ναθαναήλ. Πόσο απλά μας εκθέτει ο θείος ευαγγελιστής την χειρονομία αυτή του Φιλίππου! «Ευρίσκει Φιλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αυτώ•ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ιωάν. α’ 46). Ναθαναήλ φίλε μου, βρήκαμε αυτόν για τον οποίον έγραψαν ο Μωϋσής και οι Προφήτες. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ.

Ο Φίλιππος δεν τα χάνει. Με απόλυτη βεβαιότητα σε ότι λέγει, του απαντά: «Έρχου και ίδε». Φίλε μου, έλα κι εσύ να δεις με τα μάτια σου και να αντιληφθείς μοναχός σου αυτό που σου λέω. Να βεβαιωθείς δηλαδή και να πιστοποιήσεις και σε άλλους, ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι αυτός που περιμέναμε, ο Μεσσίας, ο Σωτήρας των ανθρώπων. Πλησίασε τον Χριστό και σε λίγο διαπίστωνε και ο ίδιος και ομολογούσε με την περίφημη φράση «ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ» το πιστεύω του. Δηλαδή, Διδάσκαλε, στ’ αλήθεια, συ είσαι ο γιος του Θεού, συ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ, που με οδηγό τις προφητείες περιμέναμε. Και δεν ομολογεί μονάχα τον Ιησού σαν τον άνθρωπο των προφητειών, μα και τον ακολουθεί και γίνεται ένας από τους δώδεκα μαθητές Του, ο γνωστός και με το άλλο όνομα Βαρθολομαίος.

Τρία χρόνια παρακολούθησε ο Φίλιππος τον Κύριο. Τρία χρόνια ακούει την διδασκαλία Του και παρακολουθεί τα θαύματά Του. Τρία χρόνια δέχεται την ευεργετική Του επίδραση και ενισχύεται στο έργο που τον περιμένει.Μερικά περιστατικά από τη ζωή του κοντά στον Ιησού, μας δείχνουν τον ζήλο του, αλλά και τις αδυναμίες του. Μας δείχνουν ακόμη και την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η προσωπικότητά του στον κύκλο των δώδεκα. Τα περιστατικά αυτά θεωρήσαμε σκόπιμο να παραθέσουμε πιο κάτω, για να τα μελετήσουμε. Μας λένε τόσα πολλά.

Στις παραμονές των Παθών του Κυρίου, ως προσκυνητές ήλθαν στα Ιεροσόλυμα και πολλοί Έλληνες προσήλυτοι στον ιουδαϊσμό. Αυτοί με όσα είχαν ακούσει για τον Κύριο, ένοιωσαν στην καρδιά τους βαθύ τον πόθο για να τον γνωρίσουν καλύτερα και να έχουν μαζί Του μια ιδιαίτερη συνομιλία. Στην περίπτωση αυτή το όνομα του Φιλίππου, όνομα ελληνικό, τους έδωκε το θάρρος να τον πλησιάσουν και να του φανερώσουν την επιθυμία τους: «Κύριε, του είπαν, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν». Κύριε, θέλουμε να ιδούμε τον Ιησού. Να η παράκληση που του απηύθυναν. Παράκληση και επιθυμία ζηλευτή και αξιοπρόσεκτη. Και ο Φίλιππος, που ήθελε την χαρά, που ένοιωθε αυτός με το να ακολουθεί τον Κύριο και να ακούει τα θεία λόγια Του, να την δοκιμάζουν και άλλοι, έσπευσε να συνεννοηθεί σχετικά με τον αγαπητό του Ανδρέα και ύστερα μαζί να οδηγήσουν τους Έλληνες στον Ιησού. Τι θέματα κουβέντιασαν οι πρόγονοί μας με τον Κύριο κατά τη συνάντησή τους εκείνη δεν γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως ο Κύριος σαν είδε τους Έλληνες να πλησιάζουν είπε τα τιμητικά και θαυμαστά εκείνα λόγια: «Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου» (Ιωάν. ιβ’ 23). Έφτασε δηλαδή η ορισμένη από τον Θεό ώρα, για να δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου. Να δοξασθεί με τη Σταύρωση και την Ανάληψή Του και να αναγνωρισθεί ως Μεσσίας και Λυτρωτής από τους Έλληνες, που την στιγμή αυτή αντιπροσωπεύουν και όλο τον εθνικό κόσμο. Ευλογημένη και μεγάλη η ημέρα εκείνη. Ναι! πολύ μεγάλη. Γιατί αν η προσέλευση των εθνών στον Χριστό και την διδασκαλία Του αποτελεί μία νίκη και ένα θρίαμβο του Χριστού και του έργου Του, ο ερχομός των Ελλήνων στην πίστη την χριστιανική έχει κάτι το πολύ ανώτερο. Αυτοί, οι Έλληνες, έδωσαν στον Κύριο όχι μόνο την γλώσσα τους, αλλά και τους πιο πολλούς ζηλωτές ιεραποστόλους για την εξάπλωση του χριστιανικού κηρύγματος στον κόσμο.

Με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής όλες αυτές φυσικά οι αδυναμίες των μαθητών πέρασαν. Μαζί με τους άλλους Αποστόλους και ο Φίλιππος ξεκίνησε για να μεταφέρει το μήνυμα της σωτηρίας εκεί που η αγάπη του Θεού τον κάλεσε. Με πίστη και ενθουσιασμό και πυρωμένη καρδιά ο πνευματέμφορος αυτός εργάτης της νέας πίστεως συνοδευόμενος πάντα και από τον φίλο του Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη προχώρησε και κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού σε διάφορες πόλεις της Λυδίας, της Μυσίας και της Παρθίας. Λυδία και Μυσία. Επαρχίες της Μ. Ασίας. Η Λυδία βρισκόταν προς τα Ν.Δ. και η Μυσία στα βόρειά της Μ. Ασίας. Η Παρθία ήταν ορεινή χώρα στα νοτιανατολικά της Κασπίας θάλασσας. Οι κάτοικοι Πάρθοι.

Παρά τις αφάνταστες δυσκολίες που συναντούσαν όπου πήγαιναν και τα εμπόδια που ο διάβολος παρενέβαλλε στο έργο τους, εν τούτοις οι Απόστολοι νικούσαν στο τέλος και το έργο του Κυρίου προχωρούσε μέρα με την ημέρα. Πολύ συνέβαλαν στην προσπάθειά τους και τα πολλά θαύματα με τα οποία τους χαρίτωσε ο Κύριος. Θαύματα θεραπείας διαφόρων ασθενειών, αλλά και αναστάσεως νεκρών. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και τούτο:

Βρισκόταν ο Απόστολος με την συνοδεία του στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Εκεί ο μισόκαλος διάβολος βλέποντας τον εαυτό του νικημένο, παρεκίνησε μερικούς να συλλάβουν τον Απόστολο και να τον βασανίσουν. Δεμένο τον οδήγησαν πρώτα στο δικαστικό βουλευτήριο. Εκεί ο έπαρχος Αρίσταρχος σαν τον είδε εφρύαξε κυριολεκτικά. Νομίζεις, του λέγει, πως μπορείς να τρομάξεις και εμένα με τις μαγικές σου πράξεις;

Και χωρίς άλλο λόγο τον άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να τον σέρνει εδώ και εκεί και να τον βασανίζει. Στην ενέργεια αυτή του ασεβή έπαρχου ο Απόστολος δεν κρατήθηκε. Για να τον σωφρονίσει, αλλά και για να δώσει ένα μάθημα και στους άλλους που παρακολουθούσαν τον βασανισμό του, φώναξε δυνατά κι είπε:

 

– Κύριε, γνωρίζω την ευσπλαγχνία σου. Όχι για να ικανοποιηθώ για την αδικία που μου γίνεται, αλλά για να σωφρονισθεί ο σκληρός αυτός άρχοντας για ότι μου κάμνει, μα και να γνωρίσουν και οι άλλοι την δύναμή Σου και να ιδούν, ότι δεν είσαι μόνο αγάπη, αλλά και τιμωρός των κακών, δώσε να παραλύσει τούτο το χέρι, που κτυπά στην κεφαλή, που συ ευλόγησες.Μόλις τέλειωσε τον λόγο του ο θείος Απόστολος το θαύμα έγινε. Βαριά τιμωρία κτύπησε τον αναιδή και άδικο άρχοντα. Το χέρι ξεράθηκε. Και ακόμη το ένα μάτι του τυφλώθηκε και τα αυτιά του κουφάθηκαν. Στο θέαμα αυτό οι παρευρισκόμενοι τρόμαξαν και με συντριβή ψυχής άρχισαν να παρακαλούν τον Απόστολο να τον σπλαγχνιστεί και να τον ξανακάμει καλά. Στην παράκλησή τους ο ανεξίκακος μαθητής τόνισε:

– Ο άρχοντας μπορεί να γίνει καλά, αρκεί τόσο αυτός, όσο και εσείς να πιστέψετε στον αληθινό Θεό και στον Ιησού Χριστό που έστειλε και έπαθε για μας.

Μια νεκρική πομπή, που περνούσε την ώρα εκείνη από το μέρος εκείνο, σταμάτησε ξαφνικά. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς, που συνόδευαν τον νεκρό και έτυχε να είναι φίλοι κι ομοϊδεάτες του άρχοντα, στράφηκαν με διάθεση εκδικήσεως στον Απόστολο και του είπαν ειρωνικά:

— Αν ο Θεός σου μπορεί να αναστήσει τούτο τον νεκρό, που παίρνουμε να θάψουμε, τότε να Τον πιστέψουμε και εμείς και ο Αρίσταρχος, ο άρχοντάς μας.

Συγκλονισμένος ο Απόστολος από την πρότασή τους, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και αφού έκαμψε τα γόνατα, ανέπεμψε μυστικά μια ολόθερμη προσευχή. Ύστερα, αφού στράφηκε προς τον νεκρό που βρισκόταν στο φέρετρο, τον κάλεσε με το όνομά του και του είπε:

– Θεόφιλε, ο Παντοδύναμος Θεός σε διατάζει να σηκωθείς και ελεύθερα να πεις ότι θέλεις.Ευλογητός ο Θεός! Το θαύμα έγινε στην στιγμή. Ο νεκρός σηκώθηκε από το φέρετρο, πετάχτηκε κάτω, και αφού γονάτισε μπροστά στον Απόστολο του είπε μ’ έναν αναστεναγμό βαθιάς ανακουφίσεως.Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου άνθρωπε. Σ’ ευχαριστώ, άγιε του Θεού, για την σωτηρία που μου χάρισες. Μερικοί μαύροι και απαίσιοι με έσερναν από τα χέρια, για να με ρίξουν στην Κόλαση. Η παρέμβασή σου με γλίτωσε. Θα έφευγα από τούτο τον κόσμο αμαρτωλός, χωρίς να ξέρω την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι μία. Ο Ιησούς Χριστός που κηρύττεις είναι ο αληθινός Θεός. Πιστεύω και εγώ στον Χριστό με όλη μου την ψυχή.Το θαύμα συντάραξε τα πλήθη. Το κάλεσμα του νεκρού με το όνομά του και η ανάστασή του συνεκίνησε όσους βρίσκονταν εκεί, που χωρίς κανένα δισταγμό πίστεψαν στον Χριστό και αναφώνησαν:

– Άνθρωπέ μας, πιστεύουμε, πως ο Θεός, τον οποίο Συ κηρύττεις, είναι ο αληθινός Θεός. Τώρα, βοήθησέ μας να σωθούμε και συγχώρησε και τον άρχοντα.

Τότε ο Απόστολος, αφού κατάπαυσε με το χέρι του τον θόρυβο, παρήγγειλε σ’ έναν από τους άρχοντες που συνόδευαν τον νεκρό να κάμει το σημείο του σταυρού πάνω στον Αρίσταρχο και να ζητήσει την βοήθεια της Αγίας Τριάδος. Ο άρχοντας έκαμε ότι του είπε ο Απόστολος και η θεραπεία ακολούθησε. Ο Αρίσταρχος έγινε αμέσως τελείως καλά. Το αποτέλεσμα συγκινητικό. Πολλοί ζήτησαν και βαπτίσθηκαν την ίδια ώρα. Πρώτος ο πατέρας του αναστηθέντος νεκρού, που λεγόταν Πρέφικτος και ήταν και αυτός ένας από τους άρχοντες της πόλεως. Μετά την βάπτισή του ο αναγεννημένος πια άνθρωπος έδωσε στον Απόστολο τους δώδεκα χρυσούς θεούς που είχε στο σπίτι του μαζί με τα άλλα υπάρχοντά του, για να τα διαμοιράσει στους φτωχούς και να τα χρησιμοποιήσει, όπως αυτός έκρινε καλύτερα.

Για χρόνια πολλά συνέχισε η ευλογημένη αυτή ομάδα το ανορθωτικό και σωστικό έργο της στις διάφορες πόλεις των επαρχιών που αναφέραμε. Τα αποτελέσματα, στ’ αλήθεια, θαυμαστά. Όπου «επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Εκεί που πληθύνθηκε η αμαρτία, δόθηκε πολύ πιο άφθονη η χάρη. Εκεί που η αμαρτία είχε σχεδόν αποκτηνώσει τα θύματά της, ένας καινούργιος κόσμος αναγεννάται. Ο κόσμος της καλοσύνης και της αγάπης. Ο κόσμος ο όμορφος, ο αγγελικά πλασμένος. Ο κόσμος της αρετής. Η άλλοτε χριστιανική Μ. Ασία.

Έφτασε όμως ο καιρός να επικυρώσει ο θείος Απόστολος τα όσα δίδασκε και με την θυσία της ζωής του. Ήρθε ο καιρός να μαρτυρήσει. Εκεί στην Ιεράπολη της Φρυγίας μία ημέρα που δίδασκε, μερικοί φανατικοί ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και αφού τον βασάνισαν σκληρά, τον οδήγησαν στους άρχοντες. Μια ψευτοδίκη κατέληξε στην απόφαση ο Απόστολος να θανατωθεί. Οι δήμιοι, που περίμεναν, άρπαξαν τον Φίλιππο, του έδεσαν τους αστραγάλους και τον κρέμασαν σ’ ένα δένδρο με το κεφάλι προς τα κάτω. Ύστερα πήραν και τον Βαρθολομαίο και αφού τον βασάνισαν και αυτόν, τον κρέμασαν. Τον Απόστολο Φίλιππο τον σταύρωσαν. Η αδελφή του Μαριάμνη με πόνο ψυχής παρακολουθεί το μαρτύριο του αδελφού της και του άλλου Αποστόλου και προσεύχεται να τους δώσει ο Θεός δύναμη και υπομονή. Ένας σεισμός που έγινε την ώρα εκείνη έδειξε την αγάπη του Θεού στους εργάτες του Ευαγγελίου. Οι αλλεπάλληλες δονήσεις που έγιναν σε ολόκληρη την χώρα κατατρόμαξαν τα πλήθη που έτρεξαν με δάκρυα να ζητήσουν συγχώρηση από τους Αποστόλους. Ο Κύριος στις παρακλήσεις των εργατών του σταμάτησε το σεισμό και με μία θαυμαστή οπτασία τους έδωκε μία ακόμη απόδειξη της θείας του δυνάμεως. Μια σκάλα παρουσιάστηκε εκεί να ενώνει την γη με τον Ουρανό. Τα πλήθη έτρεξαν και κατέβασαν το Βαρθολομαίο από εκεί που ήταν κρεμασμένος. Όταν θέλησαν να κατεβάσουν και τον Φίλιππο από τον Σταυρό, αυτός δεν δέχθηκε, αλλά συνέχισε να διδάσκει τα πλήθη που ήσαν γύρω και να τα προτρέπει να μετανοήσουν και να βαπτισθούν. Διδάσκοντας άφησε την αγία του ψυχή να πετάξει στον ουρανό, στη χώρα της αιωνιότητας. Ο Απόστολος Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη πήραν το τίμιο λείψανο και το έθαψαν μαζί με εκείνους που πίστεψαν και βαφτίστηκαν, με σεβασμό και ευλάβεια ραίνοντάς το με τα δάκρυα της αγάπης τους. Το σεπτό σκήνωμα του Αποστόλου για πολλά χρόνια στόλισε τον ιερό ναό που είχε κτισθεί στην Ιεράπολη προς τιμήν του Αγίου. Η δε αγία κάρα του τιμήθηκε από διάφορους αυτοκράτορες, όπως τον Θεοδόσιο, τον Ηράκλειο και άλλους με τις βασιλικές σφραγίδες τους.Μετά την άλωση της Βασιλίδος των πόλεων από τους Λατίνους κατά το 1204 το σεπτό λείψανο μεταφέρθηκε στην Κύπρο και για πολλά χρόνια φυλασσόταν στο χωριό Άρσος, το χωριό αυτό λέγεται επίσημα και Αρσινόη της Πάφου, στον ιερό ναό που κτίστηκε εκεί προς τιμή του Αποστόλου. Αργότερα ένα μέρος των λειψάνων για ευλογία διανεμήθηκε σε διάφορα μέρη. Η θήκη δε με την ιερή κάρα προ του 1788 για μεγαλύτερη, τάχατες, ασφάλεια μετακομίσθηκε στην Ιερά Μονή του Σταυρού στο Όμοδος. Εκεί φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

Σε χρόνια περασμένα, που το νησί μας μέσα στα τόσα άλλα το έδερνε και επιδημία ακρίδων, οι πατέρες μας μετέφεραν την θήκη με την αγία κάρα μέχρι τη Μεσαορία και έκαμναν αγιασμό, και εράντιζαν τα σπαρτά και τα δένδρα, για να τα απαλλάξουν από την αληθινή αυτή μάστιγα.

 

Θαύματα πολλά γίνονται και στις ημέρες μας σε όλους εκείνους που με βαθιά πίστη καταφεύγουν στον Κύριο και με ευλάβεια εκζητούν τη μεσιτεία του πνευματέμφορου Αποστόλου.

————————————————————————————-

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ

Μαρτύρησε στη Ρόδο στις 14 Νοεμβρίου 1800

Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος Νεομάρτυρας

Ο Άγιος Κωνσταντίνος καταγόταν από την νήσο Ύδρα. Οι γονείς του ονομάζονταν Μιχαλάκης και Μαρίνα. Η Ύδρα είναι άγονο νησί γι’ αυτό και οι κάτοικοί της ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία. Έτσι ο άγιος σε ηλικία δεκαοχτώ ετών βρέθηκε στη Ρόδο. Εκεί συναναστρεφόταν τον πασά της Ρόδου Χασάν, ένα εξωμότη Γεωργιανό. Ο πασάς πρόσεξε την εξυπνάδα και τον καλό χαρακτήρα του νεαρού Υδραίου και έβαλε όλη του την τέχνη να τον εξισλαμίσει.Τελικά τον κατάφερε ο μιαρός με κολακείες και πολλά δώρα. Για τρία χρόνια έμεινε στο Ισλάμ, στην υπηρεσία του πασά, με πολλές δόξες και τιμές, όμως δοκίμαζε την απόρριψη από τους άλλους Χριστιανούς και το σπουδαιότερο της μητέρας του, η οποία όταν κάποτε ο Κωνσταντίνος επισκέφτηκε την Ύδρα δεν του άνοιξε καν την πόρτα του σπιτιού λέγοντάς του ότι δεν τον αναγνωρίζει για παιδί της.

Άρχισε όμως η συνείδησή του να τον ελέγχει ακατάπαυστα με αποτέλεσμα να θρηνεί για το μεγάλο κακό που είχε πάθει. Τελικά πήγε σε κάποιο πνευματικό και εξομολογήθηκε. Όσα χρήματα έπαιρνε τα μοίραζε στους φτωχούς. Ποθούσε δε να παρουσιαστεί και να ομολογήσει τον Χριστό μπροστά στον πασά αλλά ο πνευματικός του τον απέτρεπε επειδή φοβόταν μήπως δειλιάσει λόγω της νεαρής του ηλικίας. Έτσι τον συμβούλεψε να φύγει και να πάει σε άλλο τόπο ώσπου να ανδρωθεί, να σκληραγωγηθεί και τότε να παρουσιαστεί για ομολογία. Υπακούοντας στον πνευματικό έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Αναζήτησε έμπειρο πνευματικό στο Πατριαρχείο όπου με συντετριμμένη καρδιά και θερμή κατάνυξη εξομολογήθηκε την άρνησή του και τον πόθο του για μαρτύριο. Ο πνευματικός τον παρουσίασε στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ ο οποίος τον νουθέτησε πατρικά και τον έστειλε στο Άγιο Όρος για να αρματωθεί πνευματικά με τις ευχές των αγιορειτών Πατέρων Στη Μονή Ιβήρων συνδέθηκε με τον περίφημο και κοινό πνευματικό του Όρους παπα Σέργιο της Σκήτης των Ιβήρων. Είχε δε μεγάλη ευλάβεια στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου την Πορταΐτισσα, την οποία παρακαλούσε να τον ενισχύσει για να υπομείνει το μαρτύριο για χάρη του Υιού της. Οι Πατέρες της Μονής προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν εκείνος όμως είχε τόσο μεγάλο πόθο για το μαρτύριο που κυριολεκτικά φλεγόταν. Τελικά με τις ευχές των Πατέρων αναχώρησε για τη Ρόδο όπου είχε εξωμόσει. Φθάνοντας στη Ρόδο και πάλι εξομολογήθηκε σε ένα πνευματικό τον σκοπό του. Εκείνος προσπάθησε να τον εμποδίσει φοβούμενος την έκβαση. Το ίδιο έκαναν και άλλοι Χριστιανοί. Εκείνος όμως όσο εμποδιζόταν τόσα περισσότερο ποθούσε να μαρτυρήσει. Έτσι μετά από προσευχή ξεκίνησε για τον αγώνα του.

Πήγε μόνος του και παρουσιάστηκε στον πασά και τον χαιρέτησε. Ο πασάς αρχικά δεν τον γνώρισε διότι ο άγιος φορούσε ράσο και αγιορείτικο σκούφο. Ο άγιος του θύμισε:
Εγώ είμαι εκείνος ο Κωνσταντίνος που τον έπεισες να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστέψει στον Μωάμεθ.

Ο πασάς του απάντησε :
Εγώ δεν σε γνωρίζω ποιος είσαι, γιατί είσαι καλόγερος. Αλλά εάν είσαι δικός μου γιατί φοράς αυτό το μαύρο ρούχο που δεν είναι της θρησκείας μας; Ο δικός μας νόμος λέει να φοράμε άσπρα ενδύματα και λαμπρά, για να ξεχωρίζουμε από τους Χριστιανούς. Βγάλτα λοιπόν αυτά τα καταφρονεμένα μαύρα που φοράς κι εγώ θα σε ντύσω με άσπρα και λαμπρά και θα σου δώσω κι όσα χρήματα χρειάζεσαι για να απολαμβάνεις τον κόσμο και να χαίρεσαι μαζί μου και οι Χριστιανοί να σε φοβούνται και να σε προσκυνούν.

Ο Άγιος τότε με πολύ θάρρος του αποκρίθηκε:

Έλα κι εσύ, ηγεμόνα, να πιστέψεις και να ομολογήσεις τον Χριστό Θεό αληθινό, να σε φωτίσει να δεις το αληθινό φως, να κερδίσεις την Βασιλεία των Ουρανών. Να δεις τα καλά του Παραδείσου, να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι μ’ όλους τους αγγέλους και τους αγίους.

Ποιος σου έμαθε όλες τις φλυαρίες αυτές , του λέγει ο πασάς. Εγώ σ’ έκαμα γιο μου, να σε παντρέψω, να με κληρονομήσεις κι εσύ τα περιφρόνησες όλα αυτά κι έγινες καλόγερος;

Τότε ο πασάς διέταξε να ρίξουν τον Άγιο στη φυλακή και αγανακτισμένος κλείστηκε στο χαρέμι του από το κακό του και μετά τρεις ημέρες, πυρ και μανία κατά του μάρτυρος, ζήτησε να τον φέρουν μπροστά του. Τον ρώτησε :

Τι ήταν αυτά τα λόγια που τόλμησες προχτές να πεις εναντίον μου;
Σου είπα, του απάντησε ο μάρτυς, να πιστέψεις στον Χριστό, γιατί η δική σας πίστη είναι βρώμικη και ψεύτικη. Πιστεύετε σ’ ένα ψεύτη που δεν έκανε κανένα θαύμα ούτε δίδαξε καμιά αλήθεια και κανένα καλό παρά μόνο μυθολογίες, κακίες και διαφθορά. Κι εσείς τον ακολουθείτε ως προφήτη γι’ αυτό θα πάτε μαζί του στην κόλαση και θα κατακαίεστε μαζί με τους αδελφούς σας τους δαίμονες. Έλα λοιπόν να γίνεις Χριστιανός, για να χαίρεσαι αιώνια στον Παράδεισο.

Τότε διέταξε ο πασάς να τον δείρουν, να του ξεριζώσουν τις τρίχες της κεφαλής του , να του ξεσκίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και να του σπάσουν τα σαγόνια με πέτρες για να μάθει να μιλάει καλύτερα στους ηγεμόνες. Οι στρατιώτες τον άρπαξαν και με πολύ μίσος εκτελούσαν την εντολή του κυρίου τους, φτύνοντάς τον στο πρόσωπο και βρίζοντάς τον ενώ συγχρόνως τον ειρωνεύονταν: Ας έλθει ο Χριστός σου, να σε σώσει από τα χέρια μας.

Ο άγιος τα υπέμεινε όλα αυτά λέγοντας Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου. Τέλος μισοπεθαμένο τον έριξαν στη φυλακή δεμένο με βαριές αλυσίδες στα πόδια και το λαιμό.

Την άλλη μέρα τον έφεραν πάλι μπροστά στον δικαστή.

Μετανόησες για τις χτεσινές σου φλυαρίες, Χασάνη; τον ρώτησε ο πασάς.

Εγώ δεν είμαι Χασάνης αλλά είμαι Χριστιανός, Κωνσταντίνος το όνομά μου και δεν λέω φλυαρίες αλλά πιστεύω και ομολογώ Πατέρα Υιό και Άγιο Πνεύμα, τρία Πρόσωπα, ένα Θεό αληθινό. Τούτον προσκυνώ, τούτον δοξάζω, την δε θρησκεία σας αναθεματίζω.

Τότε οι στρατιώτες, με διαταγή του πασά, του έδωσαν πεντακόσιους ραβδισμούς στη ράχη και πεντακόσιους στα πόδια, τόσο που έπεσαν τα νύχια των ποδιών του και το αίμα έτρεχε ποτάμι.
Νομίζοντας ότι πέθανε τον σήκωσαν αναίσθητο και τον πέταξαν στη φυλακή. Εκεί ο τρισμακάριστος αξιώθηκε θείας αντιλήψεως. Ο ίδιος ο Χριστός παρουσιάστηκε και θεράπευσε τις πληγές του και τον απεκατέστησε υγιή. Μετά από τρεις ημέρες τον οδήγησαν πάλι στον πασά.

Σου άρεσε, Χασάνη, αυτό που σου έκανα; τον ρώτησε ο πασάς. Έλα το γρηγορότερο στην πίστη μας, για να σου χαρίσω όσα σου έταξα.

Ξέρεις πολύ καλά, πασά, πριν από λίγες μέρες τι βασανιστήρια μου έκανες. Που είναι τώρα εκείνες οι πληγές; βλέπεις κανένα σημάδι; Κοίταξε, λείπει κανένα μου νύχι; Ο Δεσπότης μου Χριστός με επισκέφτηκε στη φυλακή και με θεράπευσε ως αληθινός Θεός που είναι. Αυτόν προσκυνώ και λατρεύω, τον δε δικό σας Μωάμεθ αποστρέφομαι γιατί είναι διεφθαρμένος και όποιος τον ακολουθεί πάει μαζί του στην κόλαση.

Πίστεψε λοιπόν στον Χριστό, όπως πιστεύουν μέχρι τώρα και οι δικοί σου γονείς.

Ο πασάς διέταξε να τον βάλουν πάλι στη φυλακή και τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο, το λεγόμενο τουμπρούκι. Εκείνες τις ημέρες φυλάκισαν δύο ιερείς από το χωριό Σορόνι , κάποιους Χριστιανούς και Τούρκους. Μια νύχτα, θέλοντας ο Χριστός να δοξάσει τον μάρτυρά Του και προ του τέλους, έστειλε μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας και έλαμψε φως μέγα και ο Άγιος λύθηκε θαυματουργικά από τις αλυσίδες και το τουμπρούκι. Στάθηκε δε και προσευχόταν προς την Ανατολή. Το ίδιο έκαναν και οι ιερείς και οι Χριστιανοί , οι δε Τούρκοι φώναζαν αλλάχ αλλάχ, διότι όλοι έβλεπαν το εξαίσιο εκείνο φως. Το ουράνιο αυτό φως είδαν και έξω από τη φυλακή οι φρουροί και έτρεξαν νομίζοντας πως η φυλακή έπιασε φωτιά. Όταν οι φρουροί πληροφορήθηκαν το γεγονός , το ανέφεραν στον πασά. Εκείνος τους είπε να μη το ανακοινώσουν γιατί είναι εις βάρος της θρησκείας τους. Παρομοίως φοβέρισε και τους αυτόπτες φυλακισμένους.

Από τότε δεν τον έφερε μπροστά του πάλι ο πασάς αλλά τον βασάνιζαν οι υπηρέτες της πλάνης μέσα στη φυλακή. Ένας ιμάμης μια μέρα σήκωσε το μιαρό του χέρι να τον χαστουκίσει και αμέσως το χέρι του έγινε κατάμαυρο. Από τότε κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει. Έμεινε στη φυλακή πέντε μήνες ταλαιπωρούμενος από την πείνα, την δίψα, τη βρωμιά, τις ψείρες και την όλη δυστυχία της φυλακής. Μόνο ένας ευλαβής Χριστιανός τον επισκεπτόταν και του έφερνε την Θεία Κοινωνία. Ο πασάς φοβόταν να εκτελέσει τον Άγιο εξαιτίας της μεγάλης επιρροής των Υδραίων στον αρχιναύαρχο του στόλου του Αιγαίου.

Έγραψε σε κάποιον επιφανή Υδραίο ζητώντας τη γνώμη του για την υπόθεση. Ο Άγιος, μαθαίνοντάς το μέσα από τη φυλακή, του έγραψε κι εκείνος ζητώντας να μη τον υποστηρίξει αλλά, αν αγαπάει τον συμπατριώτη του, να τον αφήσει να πεθάνει για την αγάπη του Χριστού. Έτσι ο καπετάν Γιώργης απάντησε στον πασά να τον κάνει ό,τι θέλει.

Κάποια μέρα ο πασάς τον έβγαλε από τη φυλακή και τον διέταξε να μεταφέρει πέτρες. Σε μια στιγμή ο Άγιος προσποιήθηκε πως δραπετεύει για να τον αναγκάσει να τον θανατώσει. Ένας χριστιανομάχος παραστεκόμενος του πασά τον έπιασε και τον χτυπούσε με μανία με τη μαχαίρα του σε όλο του το σώμα .Και πάλι τον έκλεισαν στη φυλακή.

Αφού απηύδησε ο ηγεμόνας να παιδεύει μάταια τον αθλητή του Χριστού, τον έφερε μπροστά του, τελευταία φορά, και τον ρώτησε αν αρνείται τον Χριστό. Ο Άγιος του απάντησε:

Σου είπα ότι Χριστιανός είμαι και τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι ακόμη κι αν κατακόψεις σε μύρια κομμάτια. Κάμε λοιπόν ό,τι θέλεις μια ώρα αρχύτερα γιατί ο Κύριος με προσμένει.

Προγνωρίζοντας ο Άγιος τον θάνατό του ζήτησε από εκείνον τον ευλογημένο Χριστιανό να του φέρει τα Άχραντα Μυστήρια. Πράγματι, χαράματα της Τετάρτης , 14 Νοεμβρίου, τον στραγγάλισαν μέσα στη φυλακή.

Μετά το μαρτύριο του Αγίου, ο Τούρκος που τον έπνιξε βρήκε κακό θάνατο. Χτυπήθηκε εκεί που κοιμόταν από αστροπελέκι, το οποίο κατέκαυσε αυτόν ενώ οι άλλοι που ήσαν δίπλα του έμειναν αβλαβείς.

Το πρωί έδωσε την άδεια ο πασάς στους Χριστιανούς να τον θάψουν. Το άγιο λείψανό του ενταφιάστηκε στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Βαρούσι.

Πλήθος θαύματα ακολούθησαν. Όποιος πήγαινε και προσκυνούσε τον τάφο του μάρτυρος θεραπευόταν δι’ αυτού, με την χάρη του Θεού, από οποιοδήποτε νόσημα ασθενούσε.

Η μητέρα του, η οποία ζούσε και έμαθε για το μαρτύριο του γιου της και δόξαζε τον Θεό, πήγε η ίδια στη Ρόδο, όπου έκανε την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, τα οποία μετέφερε στην Ύδρα.

 

 

Βίος του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου

 

¨Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος | Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα

Ο μεγάλος αυτός πατέρας και διδάσκαλος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 347 μ.Χ.(κατά άλλους το 354 μ.Χ.). Πατέρας του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Γρήγορα έμεινε ορφανός από πατέρα, και η μητέρα του – χήρα τότε 20 ετών – τον ανέθρεψε και τον μόρφωσε κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Ήταν ευφυέστατο μυαλό και σπούδασε πολλές επιστήμες στην Αντιόχεια – κοντά στον τότε διάσημο ρήτορα Λιβάνιο – αλλά και στην Αθήνα, μαζί με τον αγαπημένο του φίλο Μέγα Βασίλειο .

Όταν αποπεράτωσε τις σπουδές του, επανήλθε στην Αντιόχεια και αποσύρθηκε στην έρημο για πέντε χρόνια, όπου ασκήτευε προσευχόμενος και μελετώντας τις Άγιες Γραφές. Ασθένησε όμως και επέστρεψε στην Αντιόχεια, οπού χειροτονήθηκε διάκονος – το 381 μ.Χ., σε ηλικία 34 ετών – από τον Αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο. Αργότερα δε από τον διάδοχο του Μελετίου Φλαβιανό πρεσβύτερος σε ηλικία 40 ετών.

Κατά την Ιερατική του διακονία ανέπτυξε όλα τα ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θείο ζήλο και πρωτοφανή ευγλωττία στα κηρύγματα του. Έσειε και συγκλόνιζε τα πλήθη της Αντιόχειας και συγκινούσε τις ψυχές τους βαθύτατα. Η φήμη του αυτή έφτασε μέχρι τη βασιλεύουσα και έτσι, την 15η Δεκεμβρίου 397 μΧ., με κοινή ψήφο βασιλιά Αρκαδίου και Κλήρου, έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, κάτι που ο ίδιος δεν επεδίωξε ποτέ. Και από την θέση αυτή ο Ιερός Χρυσόστομος, εκτός άλλων, υπήρξε αυστηρός ασκητής και δεινός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, όπως φαίνεται από τα πολλά συγγράμματα του (διασώθηκαν 804, περίπου, ομιλίες του). Έργο επίσης του Χρυσοστόμου είναι και η Θεία Λειτουργία,Βίος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου - Αγιορείτικαπου τελούμε σχεδόν κάθε Κυριακή, με λίγες μόνο, από τότε μετατροπές.

Ο ιερός Χρυσόστομος κατά τη διάρκεια της πατριαρχείας του υπήρξε αδυσώπητος ελεγκτής κάθε παρανομίας και κακίας. Αυτό όμως έγινε αιτία να δημιουργήσει φοβερούς εχθρούς, και μάλιστα αυτήν την αυτοκράτειρα Ευδοξία, επειδή ήλεγχε τις παρανομίες της. Αυτή μάλιστα, σε συνεργασία με τον τότε Πατριάρχη Αλεξαδρείας Θεόφιλο (ενός μοχθηρού και ασεβούς ανθρώπου), συγκάλεσε σύνοδο (παράνομη) από 36 επισκόπους (όλοι τους πνευματικά ύποπτοι και δυσαρεστημένοι από τον άγιο) στο χωριό Δρυς της Χαλκηδόνας και πέτυχε την καθαίρεση και εξορία του Αγίου σ’ ένα χωριό της Βιθυνίας. Η απόφαση αυτή όμως, τόσο εξερέθισε τα πλήθη, ώστε αναγκάστηκε αυτή η ίδια η Ευδοξία να τον ανακαλέσει από την εξορία και να τον αποκαταστήσει στο θρόνο με άλλη συνοδική αθωωτική απόφαση (402 μ.Χ.). Αλλά λίγο αργότερα, η ασεβής αυτή αυτοκράτειρα, κατάφερε και πάλι να εξορίσει τον Άγιο (20 Ιουνίου 404 μ.Χ.) στην Κουκουσό της Αρμενίας και από κει στα Κόμανα, όπου μετά από πολλές κακουχίες και άλλες ταλαιπωρίες πέθανε το 407 μ.Χ.

Ο Μ. Ι. Γαλανός στον Συναξαριστή του, μεταξύ των άλλων, αναφέρει για τον Ιερό Χρυσόστομο, ότι υπήρξε και αναγνωρίζεται ως ο πιο άριστος και δημοφιλής διδάσκαλος της Χριστιανικής Εκκλησίας. Κανένας δεν εξήγησε όπως αυτός, με τόσο πλούτο και τόση σαφήνεια τα νοήματα των θείων Γραφών, ούτε δε υπήρξε εφάμιλλός του στην ετοιμολογία, την απλότητα, αλλά και στη φλόγα και τη δύναμη της ρητορείας. Υπήρξε ρήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης απαράμιλλος, βαθύτατος και διεισδυτικότατος, ψυχολόγος και καταπληκτικός κοινωνιολόγος με αίσθημα χριστιανικής ισότητας, χωρίς προνομιούχους, με καθολική αδελφότητα. Ανήκει σ’ αυτούς που φαίνονται «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ» (Προς Φιλιππησίους, 6′ 15.). Δηλαδή σαν φωτεινά αστέρια μέσα στον κόσμο.

Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο ιερός Χρυσόστομος πέθανε την 14η Σεπτεμβρίου, αλλά λόγω εορτής της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μετατέθηκε η εορτή της μνήμης του την 13η Νοεμβρίου. Επίσης την 

 
ΣΗΜΕΙΟΝ ΜΕΓΑ
   
Το αριστερό αυτί του Αγίου παραμένει έτσι επί 1600 ολόκληρα χρόνια, αποτελώντας μαζί με το άφθαρτο επίσης χέρι του όχι μόνο σημείο αγιότητας, αλλά και διαρκούς ομολογίας της αλήθειας και αυθεντικότητας της Ορθόδοξης Πίστης και Θεολογίας!  Επειδή ακριβώς σε αυτό το αριστερό αυτί του Αγίου, κατέβηκε εξ ουρανού ο Απόστολος Παύλος και του υπαγόρευσε την ερμηνεία των Επιστολών του, την οποία και συνέγραψε ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος! Την ουράνια εκείνη επίσκεψη είχε δει με τα μάτια του ο μαθητής του Ιωάννη και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Πρόκλος!

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ & ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ

 

 

Βίος Αγίου Αρσενίου του Καπαδοκου

Ο Άγιος Αρσένιος ο ΚαππαδόκηςArsenios the Cappadocian († 1924).jpg  ήταν   από το χωριό Φάρασα (ή Βαρασός) της Καππαδοκίας. Τιμάται ως άγιος από την Ορθόδοξη εκκλησία, σύμφωνα με τη Συνοδική Πράξη της 11ης Φεβρουαρίου 1986.

Γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία γύρω στο 1840 και το κοσμικό του ονοματεπώνυμο ήταν Θεόδωρος Αννητσαλήχος ή Αρτζίδης , ενώ έμεινε γνωστός στους συντοπίτες του ως Χατζεφεντής. Ήταν το ένα από τα δύο αγόρια του Ελευθερίου και της Βαρβάρας (επώνυμο Φράγκου ή Φραγκοπούλου[2]). Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς του, με αποτέλεσμα να ανατραφεί από την αδελφή της μητέρας του[1], ενώ αργότερα μετέβη για εκπαιδευτικούς λόγους , πρώτα στη Νίγδη -όπου τελούσε υπό την προστασία της αδελφής του πατέρα του- και έπειτα στη Σμύρνη. Εκτός από ελληνικά ήξερε τουρκικά, αρμενικά και μερικά γαλλικά].

Σε ηλικία 26 ετών εκάρη μοναχός στη μονή του Τιμίου Προδρόμου στα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) της Καππαδοκίας, ενώ λίγο καιρό αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος από τον, επίσης Φαρασιώτη, μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο Β΄ και στάλθηκε στη γενέτειρά του, όπου άσκησε παράλληλα χρέη διδασκάλου. Γύρω στο 1870 χειροτονήθηκε πρώτα πρεσβύτερος και έπειτα αρχιμανδρίτης. Στη συνέχεια πραγματοποίησε ταξίδι προσκυνηματικού χαρακτήρα στους Αγίους Τόπους, λαμβάνοντας μετά την επιστροφή του το προσωνύμιο   Χατζεφεντής[4]. Υπήρξε ο πνευματικός ηγέτης της περιοχής των Φαράσων για περισσότερα από πενήντα χρόνια και διακρινόταν για τον ασκητικό τρόπο ζωής του[6].

Το 1924, βάσει της συνθήκης ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, εκπατρίστηκε μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους των Φαράσων, ενώ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Ελλάδα συμβούλευε και ενθάρρυνε τους συμπατριώτες του[7]. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους εγκαταστάθηκε με τους υπόλοιπους συντοπίτες του στο Κάστρο της Κέρκυρας, όπου συνέχισε να ασκεί τα ιερατικά του καθήκοντα. Μετά από δύο εβδομάδες παραμονής στην Κέρκυρα ασθένησε και εισήχθη στο νοσοκομείο της πόλης, όπου απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου του 1924 σε ηλικία 83 ετών έπειτα από σύντομη νοσηλεία. Τάφηκε στο νεκροταφείο, που βρίσκεται στο ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Δημοτικό Κοιμητήριο Κέρκυρας ].

Είναι  επίσης ο Πνευματικός  πατέρας  του Αγίου Παισιου του ΑγιορείτηΌ Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης - Posts | Facebook

Τον Οκτώβριο του 1958 έγινε εκταφή των λειψάνων του από τον μοναχό Παΐσιο Εζνεπίδη τον Άγιο Παισιο  (τον οποίο ο Αρσένιος είχε βαπτίσει, δίνοντάς του το δικό του όνομα),ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΟΣΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΠΠΑΔΟΚΗ» ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ  ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ | ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣο οποίος τα μετέφερε πρώτα στην Κόνιτσα και έπειτα, το 1970, στο γυναικεία μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης [11].

Στις 8 Αύγουστου του 1995 πραγματοποιήθηκε από τον τότε μητροπολίτη Κερκύρας Τιμόθεο η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων του Αρσενίου,Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης μετά από τριετή διεξοδική έρευνα, καθώς τα ίχνη του τάφου είχαν χαθεί. Ο Παΐσιος έδωσε την ευλογία του για την δεύτερη ανακομιδή και τις οδηγίες του, πως ο τάφος βρισκόταν δίπλα και στην ίδια σειρά με αυτόν του επίσης Καππαδόκη ιερέα Γερμανού Κυριακίδη.

Παράλληλα πραγματοποιήθηκε έρευνα στο βιβλίο ταφών στο αρχείο του Δήμου Κερκυραίων (όπου ήταν καταγεγραμμένη η ταφή του 1924 καθώς και η ανακομιδή του 1958) και η υπόδειξη του τάφου από παλιό υπάλληλο του κοιμητηρίου. Ο μητροπολίτης Κερκύρας Τιμόθεος, αφού συγκέντρωσε και διασταύρωσε τα στοιχεία πραγματοποίησε την ανακομιδή. Στη συνέχεια ανακαινίστηκε το μνήμα και φιλοτεχνήθηκε η ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου εντοιχισμένη σε προσκυνητάρι. Από τότε στο Δημοτικό Κοιμητήριο της Κέρκυρας εορτάζεται κάθε χρόνο πανηγυρικά η μνήμη του Αρσενίου και πραγματοποιούνται λιτανεία μετά τη Θεία Λειτουργία και επί του τάφου αρτοκλασία.

Βίος Αγίου Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως

Ο Άγιος Νεκτάριος  Πενταπόλεως ή Νεκτάριος Αιγίνης,   είναι ένας σύγχρονος άγιος της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Αναστάσιος Κεφαλάς και υπήρξε λαοφιλής ιεράρχης, ποιμενάρχης και παιδαγωγός στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα. Ο Άγιος Νεκτάριος πραγματοποιούσε θαύματα ενώ βρισκόταν εν ζωή.

Παιδική ηλικία του Αγίου Νεκταρίου 

   τα ερείπια από το σπίτι του  στην Συλιβρία 

 

Το σημείο όπου βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας του Αγίου Νεκταρίου στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης (σήμερα στην Τουρκία).

Ο Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης ]. Γονείς του ήταν ο Δήμος (Δημοσθένης) και η Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά, και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά της φτωχής οικογένειας. Σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με τη δύσκολη πραγματικότητα της εποχής, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρηθεί, ενώ στη γενέτειρά του δεν υπήρχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία 13 ετών.

Στην Κωνσταντινούπολη

Η ζωή στην Κωνσταντινούπολη για τον Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της παραμονής του. Αρχικά εργάζεται σε συσκευαστήριο καπνού, όπου ο ιδιοκτήτης τού φερόταν βάναυσα. Εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, δεν αμείβεται και πολλές φορές ξυλοκοπείται. Ο Αναστάσιος τα υπέμενε όλα αυτά, ωστόσο θλιβόταν, καθώς αδυνατούσε να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο. Την κλίση, όμως, προς τον Θεό και το Ευαγγέλιο την έδειχνε από μικρός. Έτσι στο συσκευαστήριο, μαζί με τον καπνό που πουλούσε, κάθε φορά έδινε και ένα μικρό χαρτάκι, το οποίο έγραφε κάποια ευαγγελική ρήση.Η κατάσταση άλλαξε όταν ένας έμπορος που είχε μαγαζί παραπλεύρως από το συσκευαστήριο, είδε κάποια μέρα τον ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και τον πήρε στη δούλεψή του. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του εμπόρου, έχοντας πλέον χρόνο για εκκλησιασμό και για να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα και η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη παρέμεινε συνολικά επτά έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του, για να εργαστεί ως δάσκαλος στο Λιθί της Χίου].

Στη Χίο

Στα 20 του χρόνια έφτασε στη Χίο. Έχοντας πλέον γραμματική και θεολογική γνώση, έλαβε τη θέση του δασκάλου, παραμένοντας στο νησί για 10 χρόνια, μέχρι το 1877. Εκεί αρχικά θα γνωρίσει τον μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, έναν εύπορο τοπικό άρχοντα, ο οποίος, εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά τη μεταφορά του Αγίου από τη Σηλυβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανιψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του. Ο Άγιος Νεκτάριος όμως είχε αποφασίσει πλέον να αφιερωθεί στον μοναχικό βίο. Το 1876 εκάρη μοναχός με το όνομα Λάζαρος και έναν χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος. Ο Άγιος Νεκτάριος είχε κλίση προς τον μοναχισμό, τον οποίο επιθυμούσε να υπηρετήσει. Ωστόσο οι πιέσεις που του ασκήθηκαν λόγω των χαρισμάτων του λόγου και της μορφώσεώς του τελικά τον έστρεψαν προς τον κοσμικό κλήρο, χωρίς όμως ποτέ να λησμονήσει τον μοναχισμό].

Ανώτερες θεολογικές σπουδές

Το 1877 ο Νεκτάριος, μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη, πήγε στην Αθήνα προκειμένου να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές. Μετά την ολοκλήρωσή τους στη Βαρβάκειο, εστάλη μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε τον έστειλε ξανά στην Αθήνα, να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, και μάλιστα πρώτευσε στον διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο Παπαδάκειο Κληροδότημα, με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη Θεολογική Σχολή, κάτι που τον ανακούφισε πολύ, καθότι ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης είχε φύγει από τη ζωή, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885), ανεχώρησε πάλι για την Αλεξάνδρεια.

Στην Αλεξάνδρεια

Με την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια χειροτονείται Ιερέας και πέντε μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριαρχείου. Μέσα σε δύο μήνες, αξιοποιώντας τη ρητορική του δεινότητα, προήχθη σε ιεροκήρυκα, λαμβάνοντας και θέση πατριαρχικού επιτρόπου στο Κάιρο. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του Πατριαρχείου, όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 θα ανακηρυχθεί επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης,Ο Άγιος Νεκτάριος και το Άγιον Όρος | iEllada.gr μετά την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Το πρακτικό της χειροτονίας του διασώζεται μέχρι και σήμερα (Πρακτικό εκλογής κωδ. 66, σελ. 394).

Η ραγδαία ανέλιξη του Νεκταρίου δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής και είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες διαδοχής του. Ο λαός, που είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό), επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο, και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου ο Νεκτάριος καθίστατο η πρώτη επιλογή. Οι αντίπαλοί του, γνωρίζοντας όλα αυτά, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον για υποκίνηση ανατροπής του Πατριάρχη Σωφρονίου, αλλά και με αόριστες ηθικές κατηγορίες. Επίσης, μερίδα κληρικών πίστευαν ότι η τακτική λιτότητας και πενίας της Εκκλησίας που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική ευρωστία θα γινόταν έρμαιο πολιτικών ή εθνικών σκοπιμοτήτων.

Η δίωξη και η επιστροφή στην Αθήνα

Ο Σωφρόνιος, που πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, πείσθηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών, με αποτέλεσμα την άμεση παύση της ιερατικής ιδιότητας του Νεκταρίου. Κάτι που ήταν εκκλησιαστικά παράνομο, καθότι σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο ο Νεκτάριος έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον Συνόδου, η οποία θα εξέταζε κατόπιν ακροάσεως τις εις βάρος του κατηγορίες. Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια, εν αντιθέσει με τους αντιπάλους του, οι οποίοι θέλησαν την οικονομική και ηθική του βλάβη, φροντίζοντας να σπιλώσουν το όνομα του στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και παρακρατώντας τον μισθό του. Ως αποτέλεσμα, ο Νεκτάριος αδυνατούσε να εργαστεί οπουδήποτε.

Ο Νεκτάριος βρέθηκε ενώπιον ακόμα μιας πολύ δύσκολης κατάστασης, όπως από μικρή ηλικία πολλές φορές είχε βρεθεί. Ο ίδιος ενοικίασε ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα των Αθηνών, αλλά αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, ενώ δεν είχε χρήματα να τραφεί. Η παράλληλη διαπόμπευσή του, ακόμα και σε κυβερνητικά κλιμάκια, δυσχέραινε τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Προσπαθούσε μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα. Αυτός, παρά τη συμπάθεια που έτρεφε προς το πρόσωπό του, αδυνατούσε να τον βοηθήσει, λόγω πιέσεων από τη Σύνοδο. Έφτασε μέχρι τον υπουργό Παιδείας και Εκκλησιαστικών, που όμως του διεμήνυσε ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε να βοηθήσει.

Τελικά, μετά από λίγο καιρό, χάρη στη βοήθεια ενός ανθρώπου ονόματι Μελά, ο οποίος ήταν μέλος της κυβέρνησης και τον είχε γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια, διορίστηκε ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Ωστόσο η φήμη που τον ακολουθούσε παρέμενε, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία, δεδομένων των εις βάρος του κατηγοριών, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζεται και να στιγματίζεται.

Η αποκατάσταση της αλήθειας

Το 1891, δύο έτη μετά τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, στην κυβέρνηση ακόμα γίνονταν προσπάθειες για την αποπομπή του από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο και η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του. Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν και εργαζόταν αμισθί επί εποχής της επισκοπείας του. Επίσης, παρότι παρέμενε δικαιωματικά επίσκοπος Πενταπόλεως, αφού είχε παράνομα εκδιωχθεί δεν ελάμβανε χρήματα. Εν συνεχεία καθαρίστηκε το όνομά του από κάθε είδους ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και από παντός είδους ραδιούργες προσπάθειες σε βάρος του Πατριάρχη. Αυτό, ειδικά μετά τη σκληρή συμπεριφορά του ποιμνίου, τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα. Άρχισε τότε με περισσή άνεση να κηρύττει. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώθηκε μακρύτερα από τη Χαλκίδα, ενώ ο λαός έδειξε μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπό του, όταν χήρεψε η θέση του τοπικού επισκόπου, σχεδόν απαιτώντας την άνοδό του στον θρόνο.

Η Ριζάρειος Σχολή

Το 1892 και 1893 διορίστηκε ιεροκήρυκας στον νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας αντίστοιχα. Ο Νεκτάριος πραγματοποιούσε διαρκώς περιοδείες σε χωριά και πόλεις κηρύττοντας, την ώρα που φίλοι του προσπαθούσαν να τον μεταθέσουν στη Ριζάρειο Σχολή Αθηνών. Όταν έγινε αντιληπτό, άρχισαν πάλι κάποιοι ψίθυροι, οι οποίοι τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τον Νεκτάριο από το να γίνει διευθυντής της αθηναϊκής θεολογικής σχολής της εποχής, που επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη αίγλη.

Την άνοιξη του 1894 διορίστηκε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής. Οι αμφιβολίες που υπήρχαν πλέον περί του Νεκταρίου δεν ήταν τόσο για τις κατηγορίες του παρελθόντος, χωρίς όμως και να εκλείψουν, αλλά κατά πόσον αυτός ο λεγόμενος και «δεσποτοκαλόγερος» θα ήταν δυνατόν, με τις παλαιές και θρησκευτικές αντιλήψεις του, να μπορέσει να πετύχει στο έργο που του ανατέθηκε, καθώς η Ριζάρειος Σχολή ήταν μεν θεολογική σχολή, αλλά ήταν σχολή όπου φοιτούσαν και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων και άλλων αρχόντων και πολιτικών της εποχής, που δεν θα γίνονταν απαραίτητα ιερείς ή θεολόγοι, αλλά επιστήμονες. Σύντομα όμως κάμφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις από τον ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης του Νεκταρίου.

Το έργο του στη Ριζάρειο

Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε τη σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης. Όμως αυτό στο οποίο ήταν αξεπέραστος ήταν η παιδαγωγική του σκέψη. Κάποτε, όταν μαθητές της Ριζαρείου ήρθαν στα χέρια, ο ίδιος αντί να τους τιμωρήσει, αυτοτιμωρήθηκε, θεωρώντας εαυτόν υπαίτιο, με ασιτία τριών ημερών. Σύντομα το παράδειγμά του έγινε ανάμεσα στους τροφίμους δείκτης και η σχολή επί των ημερών του απέκτησε μεγάλη αίγλη. Άλλοτε βρέθηκε ξυπόλητος ενώπιον των μαθητών να αγορεύει, διότι εισερχόμενος στην αίθουσα είδε έναν φτωχό ο οποίος τον παρακάλεσε, αν μπορούσε να τον βοηθήσει ώστε να αποκτήσει παπούτσια, καθότι δεν είχε. Ο Νεκτάριος αμέσως έβγαλε τα δικά του και τα παρέδωσε προς κατάπληξη των πάντων. Άλλοτε, σε μια διαμάχη μεταξύ των επιστατών για το ποιος ήταν υπεύθυνος καθαριότητας των αποχωρητηρίων, ο ίδιος έλυσε τη διαφορά τους καθαρίζοντάς τες. Τέτοια και άλλα πλείστα παραδείγματα τον ανέδειξαν και σύντομα τον έκαναν στην τότε μικρή Αθήνα ακουστό και κοσμαγάπητο.

Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο. Πολλά έργα τα διέθεσε στον λαό και τους θεολόγους δωρεάν, επειδή αδυνατούσαν να τα αγοράσουν, λόγω της φτώχειας. Χωρίς κανένα κέρδος, με γνώμονα μόνο την ψυχική ωφέλεια, πένητας από μικρός, ασκητής και ολιγαρκής, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αυτοπροβολή και το κέρδος. Όταν τον κατηγορούσαν ουδέποτε αντιδικούσε, παρέμενε πράος και έλεγε πάντα πως ο Θεός θα δικαιώσει το δίκαιο και την αλήθεια. Ταπεινός, μοναχικός και παρ’ όλα αυτά προσηνής, ο ήδη σεβάσμιος γέροντας Νεκτάριος έγινε παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς και αγάπης στους πονεμένους συνανθρώπους του στις δύσκολες εποχές που διένυαν. Η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε, καταδείχθηκε την εποχή που πέθανε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, όταν του ζητήθηκε να τον διαδεχθεί και ο ίδιος αρνήθηκε.

Η φτώχεια την εποχή που διετέλεσε ο Νεκτάριος διευθυντής της Ριζαρείου ήταν κανόνας και ταυτόχρονα το ηθικό των Ελλήνων, ειδικά μετά την αποτυχία, το 1897 με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βρισκόταν στο ναδίρ. Ο ίδιος όμως με την ελεημοσύνη ως όπλο και το λόγο του ευαγγελίου τόνωνε την τότε αθηναϊκή κοινωνία, η οποία προσέτρεχε συχνά στα κηρύγματά του για να πάρει τη συμβουλή του. Ο ίδιος διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής 14 συναπτά έτη ως και το 1908, οπότε και για λόγους υγείας εγκατέλειψε τη θέση του.

Στην Αίγινα

Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος και την σύνδεσή του με τον Γέροντα Δανιήλ τον Σμυρναίο (Γέροντα της Αδελφότητας Δανιηλαίων) το 1898 με τον οποίο διατηρούσε και αλληλογραφία. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, έναν «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στη Ριζάρειο Σχολή.

Η παρουσία του στην Αίγινα, συνδέθηκε με δύο γεγονότα, που τον κατέστησαν άμεσα λαοφιλή. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη την παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει, γεγονότα που εκλήφθησαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες.

Το 1908 παραιτήθηκε από τη σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωναν, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια να μεγαλώσει τόσο, φτάνοντας να έχει 15 μοναχές, χάρη στους προσκυνητές που είχαν αρχίσει να συρρέουν από όλη την Ελλάδα, ενισχύοντας με τις δωρεές τους την ανέγερση της μονής και του φιλανθρωπικού της έργου.

Το έργο του στην Αίγινα

Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για τη διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής. Τα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια οικονομική και πνευματική ευφορία, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε να σκιάσει την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες του κόσμου κήρυττε την ελπίδα και το Θεό για ένα καλύτερο μέλλον. Γι’ αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.

Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό του έργο, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης, διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε. Ποτέ παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολούνταν με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή, αντιθέτως είναι ευλογία Θεού.

Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλειψαν. Παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει τη μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του. Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια άλλα οικονομικά ωφελήματα είχε από πιστούς με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το φιλανθρωπικό έργο. Κάποιοι δηλαδή, άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μοναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης δε, είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.

Τα τελευταία χρόνια

Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Ελευθέριο Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν το 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη την «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και τους εξευτελισμούς στους οποίους κατά καιρούς τον υπέβαλλαν.

Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο.Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν.Ιερά Μονή Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως στην Αίγινα - ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE |  Orthodox christian icons, Greek history, Byzantine icons Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά, δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 9 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη Ό Άγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αιγύπτου - Posts | Facebookσε ηλικία 74 ετών. Το δωμάτιο στο οποίο εκοιμήθη, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, Άγιος Νεκτάριος - δέος: Το δωμάτιο στο Αρεταίειο νοσοκομείο - ΕΚΚΛΗΣΙΑ  ONLINEπου κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στην κλινική.

ΕΠΕΙΓΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑΤΑ ΝΕΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ COVID19 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Τέκνα εν Κυρίο  αγαπητά 

Με πολύ μεγάλη αγωνία, όλες  αυτές τις ημέρες περιμέναμε όλοι μας να δούμε τι θα γίνει σχετικά με τις Εκκλησίες και πως θα λειτουργήσουμε, κατά την περίοδο αυτή της μεγάλης δοκιμασίας του Covid 19 που πλήττει την Πατρίδα μας ολόκληρη ,άλλα και τον κόσμο   γενικώς .

Μετά  από εντολή  την Κυβερνήσεως και να νέα μέτρα  που ελήφθησαν  και  με   εγκύκλιο  του Σεβασμιωτάτου ποιμενάρχου μας κ.Βαρνάβα ,είμαι στην Δυσάρεστη θέση να σας ενημερώσω ότι από εδώ και  στο εξής η Θεία Λειτουργεία θα τελείτε στον Ιερό  ναό μας , αλλά κεκλισμένων των Θυρών  . Δυστυχώς  χωρίς την συμμετοχή σας ,χωρίς τους πιστούς και ευλαβείς  ενορίτες   και προσκυνητές ,

Στο τέλος από τις 8.00π.μ ως 9.00π.μ ,θα μπορείτε να προσέρχεστε μόνο στον πρόναο να ανάβετε το κεράκι σας και να παραλαβάνετε το Αντίδωρο,

πάντοτε τηρώντας τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και φορώντας την μάσκα, για οποιαδήποτε  άλλη πληροφορία σχετικά με τελετές και Μυστήρια, μπορείτε να επικοινωνήσετε προσωπικά μαζί μου στο τηλ: 693-7363695 

Σας παρακαλώ πάρα πολύ όλους ……. δεν είναι ώρα για να κρίνουμε και να κατηγορήσουμε  κανένας κανέναν , αλλά είναι μεγάλη ανάγκη να καταλάβουμε, πως ήρθε η ώρα να Μετανοήσουμε πραγματικά – ειλικρινά και με συντριβεί καρδίας να γονατίσουμε και να προσευχηθούμε στον Κύριο να δώσει ένα τέλος σε αυτό τον Δύσκολο και Μεγάλο Πειρασμό.  

Με αγάπη Χριστού π.Στυλιανός Χαρπαντίδης 

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής ο Βίος του

 

Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητήςγεννήθηκε το 1901 μ.Χ. στην Αργυρούπολη του Πόντου (έδρα της Ιεράς Μητρόπολης Χαλδίας) και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος.

Έμεινε από μικρός ορφανός και μάλιστα οι γονείς του πέθαναν την ίδια ημέρα. Όμως, αμέσως φανερώθηκαν τα σημεία της κλήσεως και της χάριτος. Γαλουχημένος από την ευσεβέστατη μάμμη του με την παραδειγματική ποντιακή ευσέβεια, μόλις στάθηκε στα πόδια του και άρχισε να μιλάει έδειξε ότι διέφερε των άλλων παιδιών και ότι ήταν αφοσιωμένος στον Θεό. Παιδί ακόμα, προσεύχονταν συνεχώς, έκανε νηστείες και επτά χρονών πήγε και προσκύνησε την Παναγιά του Σουμελά. Δόκιμος μοναχός έγινε σε ηλικία μόλις εννέα ετών.

Η κουρά του σε ΜοναχόΟ Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ως λειτουργός το 1936 μ.Χ. έγινε το 1919 μ.Χ. σε ηλικία 18 ετών και στην συνέχεια χειροτονήθηκε Διάκονος.

Τις τραγικές ημέρες του διωγμού της Εκκλησίας από τους κομμουνιστές στην Γεωργία, ο νεαρός Ιεροδιάκονος συνελήφθη ως «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ», υπέστη φυλακίσεις, ταπεινώσεις, ευτελισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις και ανήκουστους βασανισμούς. Καταδικάσθηκε μάλιστα σε θάνατο και τουφεκίστηκε, αλλά διεσώθη θαυματουργικώς!

Το 1925 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και Πνευματικός, Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης με πνευματικό του τέκνο.( ο Άγιος με ένα πνευματικό του τέκνο )

ενώ το 1929 μ.Χ. ήρθε, μετά από πολλές περιπέτειες στη Σίψα (στο συνοικισμό των Ταξιαρχών Δράμας) της Ελλάδας, όπου έζησε τα τελευταία τριάντα, από τα πενήντα οκτώ χρόνια της ζωής του.

Καταδικάσθηκε και πάλι σε θάνατο το 1941 μ.Χ. από τους εκ βορρά ομόδοξους εισβολείς και σώθηκε και πάλι θαυματουργικώς, για να συνεχίσει την Οσιακή του ζωή μέχρι την ημέρα της κοίμησης του, στις 4 Νοεμβρίου 1959 μ.Χ.

Ο Όσιος Γεώργιος συμβουλεύοντας τα πνευματικά του παιδιά τονίζει ότι πρέπει να νηστεύουν σωστά, γιατί η νηστεία είναι μια άσκηση για τον χριστιανό. Είναι λάθος να νηστεύεις, έλεγε, μια εβδομάδα στην αρχή και μια εβδομάδα στο τέλος της νηστείας. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ανέφερε μια μέρα και το εξής παράδειγμα: «Όταν είσαι πάνω σε μια γέφυρα και βρέχει δυνατά κι έχεις απλωμένο ένα σχοινί κι αρχίζεις να το μαζεύεις, επειδή βρέχεσαι δεν το κόβεις για να φύγεις, αλλά περιμένεις να το μαζέψεις όλο κι άς βρέχεσαι.

Τόνιζε ακόμη ο π. Γεώργιος ότι οι ανάδοχοι δεν πρέπει να μαλώνουν και ότι ο κάθε χριστιανός πρέπει να βαφτίσει το λιγώτερο τρία παιδιά. Το καθήκον του νουνού, έλεγε, είναι να μαθαίνει στα βαφτιστικά του από μικρά να πηγαίνουν Εκκλησία, να κοινωνούν τακτικά, να ακολουθούν το σωστό δρόμο, να γίνουν καλοί άνθρωποι και χριστιανοί.

Η αγιοκατάταξη του Οσίου Γεωργίου, έγινε το 2008 μ.Χ. υπό του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.Βαρθολομαίου στην Δράμα.

Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως & Σταυρουπόλεως Άγιος Πολύκαρπος Μενεμένης Θεσσαλονίκης