Κυριακή της Συγγνώμης

 

Μόλις είχε σουρουπώσει. Ο παππούς μου φόρεσε τα καλά του, γυάλισε για μια ακόμη φορά τα παπούτσια του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και μου είπε:

-Έλα Κωνσταντίνε, αρχίζει ο εσπερινός της συγγνώμης, πάμε, δεν ακούς την καμπάνα, έλα στην Εκκλησία;

-Τι λες, ρε παππού, τα έχεις χαμένα; Βραδιάζει. Εκκλησία πήγαμε σήμερα το πρωί, πάλι θα πάμε;

-Μάλλον δεν θα έχεις ακούσει ποτέ για τον Εσπερινό της Συγγνώμης…

-Εσπερινός της Συγγνώμης; Τι είναι αυτό;

-Έλα μαζί μου και θα δεις.

Η αλήθεια είναι ότι ο παππούς μου δεν ήταν και πολύ ομιλητικός. Αγαπούσε πολύ την εκκλησία από παιδάκι που ήταν, γιατί τον πήγαινε και εκείνον η γιαγιά του. Παρόλο που όταν μεγάλωσε σταμάτησε να πηγαίνει γιατί είχε αφοσιωθεί πολύ στην δουλειά του, όπως έλεγε, πάντα του έλειπε η αίσθηση της κοινής προσευχής, της ησυχίας. Κάποια στιγμή στην ζωή του, συνέβη κάτι απροσδόκητο -πέθανε η γιαγιά μου- και τότε βρήκε μοναδική στήριξη, καταφυγή και ελπίδα στην εκκλησία. Οι γονείς μου τον έλεγαν θρήσκο και η κόρη του μερικές φορές τον κορόιδευε, αλλά εκείνος ποτέ δεν τους κακοκάρδιζε. Έλεγε μέσα του: “Δεν ξέρουν, όπως δεν ήξερα κι εγώ και γι’ αυτό δεν με καταλαβαίνουν, θα έρθει κάποια στιγμή και η δική τους ώρα.”

Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον παππού μου. Συνήθιζε να μου λέει για το πόσο σημαντική είναι η κατάνυξη για τον άνθρωπο και όταν τον ρώταγα τι θα πει κατάνυξη, μου έλεγε ότι είναι ένα συναίσθημα που έχει κανείς όταν νιώθει την καρδιά του ανοικτή, όταν νιώθει ότι αγαπάει τόσο πολύ τον Θεό και τους ανθρώπους που κυριαρχεί μόνο μια σκέψη στο μυαλό του: “Θεέ μου, να μας έχεις όλους καλά, όλοι είμαστε παιδιά σου, και εκείνοι που σε λατρεύουμε και εκείνοι που σε αγνοούμε. Θεέ μου χαίρομαι που υπάρχεις στην ζωή μου…”. Μου έλεγε όμως ότι για να βοηθηθεί η ψυχή και να νιώσει αυτό το συναίσθημα, δημιουργούμε και τις κατάλληλες συνθήκες, δηλαδή “Όπως εσύ θα πάς σε ένα πάρτι για να διασκεδάσεις που θα έχει έντονα φώτα και πολύ δυνατή μουσική, έτσι και εμείς στην εκκλησία για να νιώσουμε κατάνυξη χαμηλώνουμε τα φώτα και η ψαλμωδία είναι ταπεινή, χωρίς μεγάλα σκαμπανευάσματα, για να μπορούμε να συλλογιζόμαστε τις αδυναμίες και τα λάθη μας και έτσι να χωράμε και τους άλλους ανθρώπους στην καρδιά μας, να τους συγχωρούμε, να τους αγαπάμε.”

Δεν ξέρω για ποιον λόγο, αλλά εκείνο το απόγευμα, αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Μήπως ήταν τα μάτια μου που είχαν κουραστεί από τις πολλές ώρες μπροστά στον υπολογιστή; Μήπως ήταν ότι αρκετοί φίλοι μου είχαν φύγει για το τριήμερο; Μάλλον ήταν που είχα βαρεθεί να κάνω όλη την ώρα τα ίδια πράγματα.

Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να μπούμε στην εκκλησία. Ανάψαμε ένα κερί και καθίσαμε στην πρώτη σειρά. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα, κυριαρχούσε παντού η μυρωδιά του λιβανιού. Αφού παρατήρησα όλες τις εικόνες του τέμπλου μία μία, άρχισα να κουράζομαι. Όλη την εβδομάδα που τρέχω από φροντιστήριο σε φροντιστήριο και από το σχολείο στο μπάσκετ, ανυπομονώ να βρώ λίγο χρόνο για να κάθομαι και να μην κάνω τίποτα και εκείνη την στιγμή που είχα βρεί τον χρόνο, ένιωθα να βαριέμαι. Νοσταλγούσα την οθόνη του υπολογιστή με την οποία συνειδητοποιούσα τελικά ότι ήμουν εξαρτημένος.

Άρχισα να παρατηρώ την εκκλησία στο μισοσκόταδο. Ήταν εντελώς διαφορετική σε σχέση με όλες τις άλλες φορές που είχα πάει. Υπήρχε μεγάλη ησυχία και ακινησία. Αν και όσο περνούσε η ώρα η εκκλησία γέμιζε, οι άνθρωποι δεν ήταν σαν τις άλλες φορές. Δεν ήταν ανυπόμονοι να τελειώσει, ούτε μιλούσαν μεταξύ τους. Όλοι έδειχναν σκεπτικοί. Ένιωθες βλέποντάς τους ότι συμμετέχουν σε κάτι κοινό, σε κάτι πολύ ουσιαστικό, ένιωθες ειλικρινή προσευχή. Εάν όντως υπάρχει και άλλος κόσμος και δεν υπάρχουν μόνο αυτά που βλέπουμε, ένιωθα ήδη να βρίσκομαι εκεί.

Την ακινησία ήρθε να διακόψει η Είσοδος του Ιερέα με το θυμιατό. Όλοι σηκωθήκαμε όρθιοι και η ψαλμωδία ξαφνικά έγινε πιο αργή. Οι πιστοί άρχισαν να σκύβουν και να σηκώνονται και ένιωθες ότι η προσευχή γίνεται πιο έντονη. Συμμετείχε και το σώμα στην προσπάθεια της ψυχής να φτάσει η προσευχή στον ουρανό. Ο παππούς μου έστεκε αγέρωχος δίπλα μου και μου σιγοψυθίριζε “Κάτσε εσύ, δεν είναι ανάγκη να κουράζεσαι…”

Μετά την είσοδο, άρχισε ο παπάς μαζί με τον νεωκόρο να αλλάζουν τα άμφια, δηλαδή τα καλύμματα, της Αγίας Τραπέζης. Το βαθύ πορφυρό διαδέχτηκε το φανταχτερό λευκό χρώμα που μέχρι τότε στόλιζε όλη την εκκλησία. Τραβάω τον παππού μου και τον ρωτάω:

-Καλά, γιατί λέγεται “εσπερινός της συγγνώμης”;

-Θα δείς τώρα, μου απαντά

Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά. Ο Ιερέας έκανε την απόλυση, δηλαδή είπε τις τελευταίες ευχές της ακολουθίας, και μετά έσκυψε προς το μέρος των πιστών λέγοντας “συγχωρήστε με αδελφοί”. Από εκείνη την στιγμή και μετά ξεκίνησε να συμβαίνει κάτι που δεν το βλέπει κανείς πουθενά. Ούτε μετά από νίκη της αγαπημένης του ομάδας στο ποδόσφαιρο. Ένας ένας, όλοι οι πιστοί ξεκίνησαν να αγκαλιάζονται και να φιλάει ο ένας το μάγουλο του άλλου. Όλη η εκκλησία απέκτησε μια κίνηση, έγινε ένα σώμα. Στεκόμουν αμήχανος και τους κοίταζα. Προσπάθησα να ακούσω τι λένε. Αφουγκράστηκα ένα “συγχώρεσέ με” να βγαίνει από τα χείλη του καθενός. Υπήρχε μια λαμπρότητα στην ατμόσφαιρα, παρόλο το μισοσκόταδο. Πήγαζε από το πρόσωπο του καθενός που ζήταγε συγχώρεση. Όλοι αγκάλιαζαν και φιλούσαν όλους.

Από την αμηχανία ήρθε να με βγάλει ο παππούς. Με ασπάστηκε και μου ζήτησε συγγνώμη. Ήταν η αφορμή να αρχίσω να ζητώ και εγώ συγγνώμη από όλους τους πιστούς. Έγινα και εγώ ένα σώμα μαζί τους. Μίλαγα και αισθανόμουν δικούς μου ανθρώπους ακόμη και πρόσωπα με τα οποία δεν είχα ανταλλάξει κουβέντα μέχρι εκείνη την στιγμή. Όλοι γελαστοί και πρόθυμοι να σε αγκαλιάσουν. Εάν όντως ένιωσα κατάνυξη μια φορά στην ζωή μου, εάν όντως υπάρχει κάποια στιγμή που κυριάρχησε στο μυαλό μου το “Θεέ μου, να μας έχεις όλους καλά” ήταν εκείνη την στιγμή. Ήμουν έτοιμος να αγκαλιάσω τον οποιοδήποτε. Ακόμη και την Αγγελικούλα που μου έκανε την ζωή δύσκολη στο σχολείο. Ακόμη κι αν ήταν κι αυτή εκείνη την στιγμή στην εκκλησία, θα της ζητούσα συγγνώμη.

Νύχτωσε. Μετά το ζεστό τσάι που ήπιαμε στην αίθουσα κάτω από την εκκλησία και τις κουβέντες που πιάσαμε με τους φίλους του παππού, πήραμε τον δρόμο για το σπίτι. Ένα αίσθημα πληρότητας κυριαρχούσε μέσα μου.

-Μα καλά όμως, γιατί ζητάμε συγγνώμη από όλους, ρώτησα τον παππού μου. Γιατί ζητάμε ακόμη και από ανθρώπους που δεν τους έχουμε κάνει τίποτα;

-Στην εκκλησία παιδί μου δεν μένουμε ποτέ στάσιμοι, μου είπε ο παππούς μου. Η συγγνώμη έχει μια δυναμική. Ζητάμε συγγνώμη ακόμη και από αυτούς που δεν έχουμε μιλήσει μαζί τους, διότι σημαίνει ότι κι αυτούς μπορεί να τους στεναχωρήσαμε. Εάν ήμασταν καλύτεροι, και με αυτούς θα είχαμε μιλήσει. Ή ακόμη κι αν δεν είχαμε μιλήσει, θα μπορούσαμε έστω να τους είχαμε χαρίσει ένα χαμόγελο. Ζητάμε συγγνώμη ακόμη και για το χαμόγελο που δεν δώσαμε απλόχερα σε όλο τον κόσμο. Όχι όμως για να νιώσουμε ότι δεν αξίζουμε τίποτα, ούτε για να πούμε μια ψεύτικη συγγνώμη, αλλά για να προσπαθήσουμε να γίνουμε λίγο καλύτεροι. Για να φύγουμε από την θλίψη και την συνήθειά μας και να γίνουμε λίγο πιο δραστήριοι. Για να κινηθούμε προς την αγάπη.

Πάντα είχε έναν τρόπο για να με συγκινεί ο παππούς μου. Από εκείνη την ημέρα δεν έγινε κάποια θεαματική αλλαγή. Ωστόσο, από τότε κάθε φορά που έβλεπα κάποιον άγνωστο, σίγουρα ήμουν λίγο πιο πρόθυμος να του χαρίσω ένα χαμόγελο.

ΓΕΡΩΝ  ΑΠΟΛΛΩ  ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΗΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.