Βίος του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου & Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου

Ο Άγιος Φίλιππος ο Απόστολοςagios-apostolos-filippos εορτάζει στις 14 Νοεμβρίου

Υπήρξε ένας από τους δώδεκα. Και μάλιστα επίλεκτο μέλος της αγίας αυτής ομάδος.

Την πρώτη γνωριμία του με τον Χριστό μας την παρουσιάζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης με τούτα τα λόγια: «Τη επαύριον ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις την Γαλιλαίαν•και ευρίσκει Φιλιππον και λέγει αυτώ•ακολούθει μοι» (Ιωαν. α’ 44). Ύστερα από το βάπτισμά Του και την τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του στην έρημο και τους πειρασμούς Του από τον διάβολο, νικητής αποφασίζει να αναχωρήσει από την Ιουδαία στην Γαλιλαία για την έναρξη του έργου του. Εκεί, σαν έφθασε o Κυριος μας  , βρήκε μεταξύ των πρώτων τον Φίλιππο, που ήταν από τη Βηθσαϊδά, την ίδια πόλη από την οποία καταγόντουσαν και οι άλλοι δύο Απόστολοι και αδελφοί, Ανδρέας και Πέτρος. Πτωχοί και απλοϊκοί άνθρωποι ήσαν όλοι αυτοί. Όμως ο Κύριος τέτοιους εργάτες κατά κανόνα διαλέγει για τη διακονία Του. Ανθρώπους ταπεινούς και καλοδιάθετους. Την αγνή και πρόθυμη διάθεση είδε ο Κύριος στα βάθη της ψυχής του Φιλίππου και αυτήν εξετίμησε και έσπευσε να του μιλήσει και να του απευθύνει την τιμητική πρόσκληση: «Ακολούθει μοι», ακολούθησέ με.

Την αξία αυτής της κρίσεως την βλέπουμε αμέσως στον τρόπο με τον οποίο ο Φίλιππος έσπευσε να ανταποκριθεί στην ιερή πρόσκληση του Ιησού, χωρίς κανένα ενδοιασμό, αλλά με ενθουσιασμό και ζηλευτή προθυμία αφήνει τα πάντα και ακολουθεί τον Κύριο. Αφήνει εργασία, γονείς, φίλους και γνωστούς, σπίτι, μικρή έστω περιουσία και σπεύδει να γίνει ένας ακόλουθος της συντροφιάς του Ιησού. Κάπως παράξενη η σπουδή του να ακολουθήσει τον Κύριο, θα σκεφθεί ίσως κάποιος. Παράξενη μπορεί να φαίνεται. Αν θελήσουμε όμως να προσέξουμε και να εμβαθύνουμε λίγο στα λόγια του Ευαγγελιστή Ιωάννη, η απορία αυτή θα διασκεβασθεί αμέσως. «Ην δε ο Φιλιππος από Βηθσαϊδά, εκ της πόλεως Ανδρέου και Πετρου». (Ιωάν. α’ 45). Ο Φίλιππος δηλαδή καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Ιδού το μυστικό της προθυμίας του Φιλίππου να ακολουθήσει τον Κύριο. Ήταν συμπολίτης του Ανδρέα. Και ο Ανδρέας ήταν μία από τις ευγενικές εκείνες καρδιές που με λαχτάρα περίμενε τον Μεσσία. Ο πόθος του αυτός τον έσπρωξε να γίνει και μαθητής του Ιωάννη του Βαπτιστή. Και αυτά που άκουε από την φωνή «του βοώντος εν τη ερήμω», φρόντιζε να τα μεταφέρει συχνά και να τα κάμνει γνωστά και στους άλλους. Πόση καλοσύνη και ευγένεια ψυχής δεν φανερώνει τούτο το παράδειγμα! Μα και πόσο ιεραποστολικό ζήλο για την ευτυχία και την σωτηρία των άλλων!

Όταν ο Ανδρέας μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή γνώρισε τον Κύριο και κλήθηκε πρώτος να γίνει μαθητής Του, φρόντισε αμέσως την χαρά του να την μοιρασθεί με τον αδελφό του Πέτρο. Αδελφέ μου, του είπε, «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ναι! Βρήκαμε Εκείνον, που περιμέναμε. Βρήκαμε τον Χριστό. Έτσι ερμηνεύεται στα Ελληνικά η λέξη Μεσσίας.Το παράδειγμα του Ανδρέα επαναλαμβάνει και ο Φίλιππος. Μόλις και αυτός κλήθηκε να ακολουθήσει τον Ιησού, σπεύδει και αυτός να κάμει κοινωνό της χαράς του τον φίλο του Ναθαναήλ. Πόσο απλά μας εκθέτει ο θείος ευαγγελιστής την χειρονομία αυτή του Φιλίππου! «Ευρίσκει Φιλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αυτώ•ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ιωάν. α’ 46). Ναθαναήλ φίλε μου, βρήκαμε αυτόν για τον οποίον έγραψαν ο Μωϋσής και οι Προφήτες. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ.

Ο Φίλιππος δεν τα χάνει. Με απόλυτη βεβαιότητα σε ότι λέγει, του απαντά: «Έρχου και ίδε». Φίλε μου, έλα κι εσύ να δεις με τα μάτια σου και να αντιληφθείς μοναχός σου αυτό που σου λέω. Να βεβαιωθείς δηλαδή και να πιστοποιήσεις και σε άλλους, ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι αυτός που περιμέναμε, ο Μεσσίας, ο Σωτήρας των ανθρώπων. Πλησίασε τον Χριστό και σε λίγο διαπίστωνε και ο ίδιος και ομολογούσε με την περίφημη φράση «ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ» το πιστεύω του. Δηλαδή, Διδάσκαλε, στ’ αλήθεια, συ είσαι ο γιος του Θεού, συ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ, που με οδηγό τις προφητείες περιμέναμε. Και δεν ομολογεί μονάχα τον Ιησού σαν τον άνθρωπο των προφητειών, μα και τον ακολουθεί και γίνεται ένας από τους δώδεκα μαθητές Του, ο γνωστός και με το άλλο όνομα Βαρθολομαίος.

Τρία χρόνια παρακολούθησε ο Φίλιππος τον Κύριο. Τρία χρόνια ακούει την διδασκαλία Του και παρακολουθεί τα θαύματά Του. Τρία χρόνια δέχεται την ευεργετική Του επίδραση και ενισχύεται στο έργο που τον περιμένει.Μερικά περιστατικά από τη ζωή του κοντά στον Ιησού, μας δείχνουν τον ζήλο του, αλλά και τις αδυναμίες του. Μας δείχνουν ακόμη και την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η προσωπικότητά του στον κύκλο των δώδεκα. Τα περιστατικά αυτά θεωρήσαμε σκόπιμο να παραθέσουμε πιο κάτω, για να τα μελετήσουμε. Μας λένε τόσα πολλά.

Στις παραμονές των Παθών του Κυρίου, ως προσκυνητές ήλθαν στα Ιεροσόλυμα και πολλοί Έλληνες προσήλυτοι στον ιουδαϊσμό. Αυτοί με όσα είχαν ακούσει για τον Κύριο, ένοιωσαν στην καρδιά τους βαθύ τον πόθο για να τον γνωρίσουν καλύτερα και να έχουν μαζί Του μια ιδιαίτερη συνομιλία. Στην περίπτωση αυτή το όνομα του Φιλίππου, όνομα ελληνικό, τους έδωκε το θάρρος να τον πλησιάσουν και να του φανερώσουν την επιθυμία τους: «Κύριε, του είπαν, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν». Κύριε, θέλουμε να ιδούμε τον Ιησού. Να η παράκληση που του απηύθυναν. Παράκληση και επιθυμία ζηλευτή και αξιοπρόσεκτη. Και ο Φίλιππος, που ήθελε την χαρά, που ένοιωθε αυτός με το να ακολουθεί τον Κύριο και να ακούει τα θεία λόγια Του, να την δοκιμάζουν και άλλοι, έσπευσε να συνεννοηθεί σχετικά με τον αγαπητό του Ανδρέα και ύστερα μαζί να οδηγήσουν τους Έλληνες στον Ιησού. Τι θέματα κουβέντιασαν οι πρόγονοί μας με τον Κύριο κατά τη συνάντησή τους εκείνη δεν γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως ο Κύριος σαν είδε τους Έλληνες να πλησιάζουν είπε τα τιμητικά και θαυμαστά εκείνα λόγια: «Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου» (Ιωάν. ιβ’ 23). Έφτασε δηλαδή η ορισμένη από τον Θεό ώρα, για να δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου. Να δοξασθεί με τη Σταύρωση και την Ανάληψή Του και να αναγνωρισθεί ως Μεσσίας και Λυτρωτής από τους Έλληνες, που την στιγμή αυτή αντιπροσωπεύουν και όλο τον εθνικό κόσμο. Ευλογημένη και μεγάλη η ημέρα εκείνη. Ναι! πολύ μεγάλη. Γιατί αν η προσέλευση των εθνών στον Χριστό και την διδασκαλία Του αποτελεί μία νίκη και ένα θρίαμβο του Χριστού και του έργου Του, ο ερχομός των Ελλήνων στην πίστη την χριστιανική έχει κάτι το πολύ ανώτερο. Αυτοί, οι Έλληνες, έδωσαν στον Κύριο όχι μόνο την γλώσσα τους, αλλά και τους πιο πολλούς ζηλωτές ιεραποστόλους για την εξάπλωση του χριστιανικού κηρύγματος στον κόσμο.

Με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής όλες αυτές φυσικά οι αδυναμίες των μαθητών πέρασαν. Μαζί με τους άλλους Αποστόλους και ο Φίλιππος ξεκίνησε για να μεταφέρει το μήνυμα της σωτηρίας εκεί που η αγάπη του Θεού τον κάλεσε. Με πίστη και ενθουσιασμό και πυρωμένη καρδιά ο πνευματέμφορος αυτός εργάτης της νέας πίστεως συνοδευόμενος πάντα και από τον φίλο του Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη προχώρησε και κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού σε διάφορες πόλεις της Λυδίας, της Μυσίας και της Παρθίας. Λυδία και Μυσία. Επαρχίες της Μ. Ασίας. Η Λυδία βρισκόταν προς τα Ν.Δ. και η Μυσία στα βόρειά της Μ. Ασίας. Η Παρθία ήταν ορεινή χώρα στα νοτιανατολικά της Κασπίας θάλασσας. Οι κάτοικοι Πάρθοι.

Παρά τις αφάνταστες δυσκολίες που συναντούσαν όπου πήγαιναν και τα εμπόδια που ο διάβολος παρενέβαλλε στο έργο τους, εν τούτοις οι Απόστολοι νικούσαν στο τέλος και το έργο του Κυρίου προχωρούσε μέρα με την ημέρα. Πολύ συνέβαλαν στην προσπάθειά τους και τα πολλά θαύματα με τα οποία τους χαρίτωσε ο Κύριος. Θαύματα θεραπείας διαφόρων ασθενειών, αλλά και αναστάσεως νεκρών. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και τούτο:

Βρισκόταν ο Απόστολος με την συνοδεία του στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Εκεί ο μισόκαλος διάβολος βλέποντας τον εαυτό του νικημένο, παρεκίνησε μερικούς να συλλάβουν τον Απόστολο και να τον βασανίσουν. Δεμένο τον οδήγησαν πρώτα στο δικαστικό βουλευτήριο. Εκεί ο έπαρχος Αρίσταρχος σαν τον είδε εφρύαξε κυριολεκτικά. Νομίζεις, του λέγει, πως μπορείς να τρομάξεις και εμένα με τις μαγικές σου πράξεις;

Και χωρίς άλλο λόγο τον άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να τον σέρνει εδώ και εκεί και να τον βασανίζει. Στην ενέργεια αυτή του ασεβή έπαρχου ο Απόστολος δεν κρατήθηκε. Για να τον σωφρονίσει, αλλά και για να δώσει ένα μάθημα και στους άλλους που παρακολουθούσαν τον βασανισμό του, φώναξε δυνατά κι είπε:

 

– Κύριε, γνωρίζω την ευσπλαγχνία σου. Όχι για να ικανοποιηθώ για την αδικία που μου γίνεται, αλλά για να σωφρονισθεί ο σκληρός αυτός άρχοντας για ότι μου κάμνει, μα και να γνωρίσουν και οι άλλοι την δύναμή Σου και να ιδούν, ότι δεν είσαι μόνο αγάπη, αλλά και τιμωρός των κακών, δώσε να παραλύσει τούτο το χέρι, που κτυπά στην κεφαλή, που συ ευλόγησες.Μόλις τέλειωσε τον λόγο του ο θείος Απόστολος το θαύμα έγινε. Βαριά τιμωρία κτύπησε τον αναιδή και άδικο άρχοντα. Το χέρι ξεράθηκε. Και ακόμη το ένα μάτι του τυφλώθηκε και τα αυτιά του κουφάθηκαν. Στο θέαμα αυτό οι παρευρισκόμενοι τρόμαξαν και με συντριβή ψυχής άρχισαν να παρακαλούν τον Απόστολο να τον σπλαγχνιστεί και να τον ξανακάμει καλά. Στην παράκλησή τους ο ανεξίκακος μαθητής τόνισε:

– Ο άρχοντας μπορεί να γίνει καλά, αρκεί τόσο αυτός, όσο και εσείς να πιστέψετε στον αληθινό Θεό και στον Ιησού Χριστό που έστειλε και έπαθε για μας.

Μια νεκρική πομπή, που περνούσε την ώρα εκείνη από το μέρος εκείνο, σταμάτησε ξαφνικά. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς, που συνόδευαν τον νεκρό και έτυχε να είναι φίλοι κι ομοϊδεάτες του άρχοντα, στράφηκαν με διάθεση εκδικήσεως στον Απόστολο και του είπαν ειρωνικά:

— Αν ο Θεός σου μπορεί να αναστήσει τούτο τον νεκρό, που παίρνουμε να θάψουμε, τότε να Τον πιστέψουμε και εμείς και ο Αρίσταρχος, ο άρχοντάς μας.

Συγκλονισμένος ο Απόστολος από την πρότασή τους, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και αφού έκαμψε τα γόνατα, ανέπεμψε μυστικά μια ολόθερμη προσευχή. Ύστερα, αφού στράφηκε προς τον νεκρό που βρισκόταν στο φέρετρο, τον κάλεσε με το όνομά του και του είπε:

– Θεόφιλε, ο Παντοδύναμος Θεός σε διατάζει να σηκωθείς και ελεύθερα να πεις ότι θέλεις.Ευλογητός ο Θεός! Το θαύμα έγινε στην στιγμή. Ο νεκρός σηκώθηκε από το φέρετρο, πετάχτηκε κάτω, και αφού γονάτισε μπροστά στον Απόστολο του είπε μ’ έναν αναστεναγμό βαθιάς ανακουφίσεως.Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου άνθρωπε. Σ’ ευχαριστώ, άγιε του Θεού, για την σωτηρία που μου χάρισες. Μερικοί μαύροι και απαίσιοι με έσερναν από τα χέρια, για να με ρίξουν στην Κόλαση. Η παρέμβασή σου με γλίτωσε. Θα έφευγα από τούτο τον κόσμο αμαρτωλός, χωρίς να ξέρω την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι μία. Ο Ιησούς Χριστός που κηρύττεις είναι ο αληθινός Θεός. Πιστεύω και εγώ στον Χριστό με όλη μου την ψυχή.Το θαύμα συντάραξε τα πλήθη. Το κάλεσμα του νεκρού με το όνομά του και η ανάστασή του συνεκίνησε όσους βρίσκονταν εκεί, που χωρίς κανένα δισταγμό πίστεψαν στον Χριστό και αναφώνησαν:

– Άνθρωπέ μας, πιστεύουμε, πως ο Θεός, τον οποίο Συ κηρύττεις, είναι ο αληθινός Θεός. Τώρα, βοήθησέ μας να σωθούμε και συγχώρησε και τον άρχοντα.

Τότε ο Απόστολος, αφού κατάπαυσε με το χέρι του τον θόρυβο, παρήγγειλε σ’ έναν από τους άρχοντες που συνόδευαν τον νεκρό να κάμει το σημείο του σταυρού πάνω στον Αρίσταρχο και να ζητήσει την βοήθεια της Αγίας Τριάδος. Ο άρχοντας έκαμε ότι του είπε ο Απόστολος και η θεραπεία ακολούθησε. Ο Αρίσταρχος έγινε αμέσως τελείως καλά. Το αποτέλεσμα συγκινητικό. Πολλοί ζήτησαν και βαπτίσθηκαν την ίδια ώρα. Πρώτος ο πατέρας του αναστηθέντος νεκρού, που λεγόταν Πρέφικτος και ήταν και αυτός ένας από τους άρχοντες της πόλεως. Μετά την βάπτισή του ο αναγεννημένος πια άνθρωπος έδωσε στον Απόστολο τους δώδεκα χρυσούς θεούς που είχε στο σπίτι του μαζί με τα άλλα υπάρχοντά του, για να τα διαμοιράσει στους φτωχούς και να τα χρησιμοποιήσει, όπως αυτός έκρινε καλύτερα.

Για χρόνια πολλά συνέχισε η ευλογημένη αυτή ομάδα το ανορθωτικό και σωστικό έργο της στις διάφορες πόλεις των επαρχιών που αναφέραμε. Τα αποτελέσματα, στ’ αλήθεια, θαυμαστά. Όπου «επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Εκεί που πληθύνθηκε η αμαρτία, δόθηκε πολύ πιο άφθονη η χάρη. Εκεί που η αμαρτία είχε σχεδόν αποκτηνώσει τα θύματά της, ένας καινούργιος κόσμος αναγεννάται. Ο κόσμος της καλοσύνης και της αγάπης. Ο κόσμος ο όμορφος, ο αγγελικά πλασμένος. Ο κόσμος της αρετής. Η άλλοτε χριστιανική Μ. Ασία.

Έφτασε όμως ο καιρός να επικυρώσει ο θείος Απόστολος τα όσα δίδασκε και με την θυσία της ζωής του. Ήρθε ο καιρός να μαρτυρήσει. Εκεί στην Ιεράπολη της Φρυγίας μία ημέρα που δίδασκε, μερικοί φανατικοί ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και αφού τον βασάνισαν σκληρά, τον οδήγησαν στους άρχοντες. Μια ψευτοδίκη κατέληξε στην απόφαση ο Απόστολος να θανατωθεί. Οι δήμιοι, που περίμεναν, άρπαξαν τον Φίλιππο, του έδεσαν τους αστραγάλους και τον κρέμασαν σ’ ένα δένδρο με το κεφάλι προς τα κάτω. Ύστερα πήραν και τον Βαρθολομαίο και αφού τον βασάνισαν και αυτόν, τον κρέμασαν. Τον Απόστολο Φίλιππο τον σταύρωσαν. Η αδελφή του Μαριάμνη με πόνο ψυχής παρακολουθεί το μαρτύριο του αδελφού της και του άλλου Αποστόλου και προσεύχεται να τους δώσει ο Θεός δύναμη και υπομονή. Ένας σεισμός που έγινε την ώρα εκείνη έδειξε την αγάπη του Θεού στους εργάτες του Ευαγγελίου. Οι αλλεπάλληλες δονήσεις που έγιναν σε ολόκληρη την χώρα κατατρόμαξαν τα πλήθη που έτρεξαν με δάκρυα να ζητήσουν συγχώρηση από τους Αποστόλους. Ο Κύριος στις παρακλήσεις των εργατών του σταμάτησε το σεισμό και με μία θαυμαστή οπτασία τους έδωκε μία ακόμη απόδειξη της θείας του δυνάμεως. Μια σκάλα παρουσιάστηκε εκεί να ενώνει την γη με τον Ουρανό. Τα πλήθη έτρεξαν και κατέβασαν το Βαρθολομαίο από εκεί που ήταν κρεμασμένος. Όταν θέλησαν να κατεβάσουν και τον Φίλιππο από τον Σταυρό, αυτός δεν δέχθηκε, αλλά συνέχισε να διδάσκει τα πλήθη που ήσαν γύρω και να τα προτρέπει να μετανοήσουν και να βαπτισθούν. Διδάσκοντας άφησε την αγία του ψυχή να πετάξει στον ουρανό, στη χώρα της αιωνιότητας. Ο Απόστολος Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη πήραν το τίμιο λείψανο και το έθαψαν μαζί με εκείνους που πίστεψαν και βαφτίστηκαν, με σεβασμό και ευλάβεια ραίνοντάς το με τα δάκρυα της αγάπης τους. Το σεπτό σκήνωμα του Αποστόλου για πολλά χρόνια στόλισε τον ιερό ναό που είχε κτισθεί στην Ιεράπολη προς τιμήν του Αγίου. Η δε αγία κάρα του τιμήθηκε από διάφορους αυτοκράτορες, όπως τον Θεοδόσιο, τον Ηράκλειο και άλλους με τις βασιλικές σφραγίδες τους.Μετά την άλωση της Βασιλίδος των πόλεων από τους Λατίνους κατά το 1204 το σεπτό λείψανο μεταφέρθηκε στην Κύπρο και για πολλά χρόνια φυλασσόταν στο χωριό Άρσος, το χωριό αυτό λέγεται επίσημα και Αρσινόη της Πάφου, στον ιερό ναό που κτίστηκε εκεί προς τιμή του Αποστόλου. Αργότερα ένα μέρος των λειψάνων για ευλογία διανεμήθηκε σε διάφορα μέρη. Η θήκη δε με την ιερή κάρα προ του 1788 για μεγαλύτερη, τάχατες, ασφάλεια μετακομίσθηκε στην Ιερά Μονή του Σταυρού στο Όμοδος. Εκεί φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

Σε χρόνια περασμένα, που το νησί μας μέσα στα τόσα άλλα το έδερνε και επιδημία ακρίδων, οι πατέρες μας μετέφεραν την θήκη με την αγία κάρα μέχρι τη Μεσαορία και έκαμναν αγιασμό, και εράντιζαν τα σπαρτά και τα δένδρα, για να τα απαλλάξουν από την αληθινή αυτή μάστιγα.

 

Θαύματα πολλά γίνονται και στις ημέρες μας σε όλους εκείνους που με βαθιά πίστη καταφεύγουν στον Κύριο και με ευλάβεια εκζητούν τη μεσιτεία του πνευματέμφορου Αποστόλου.

————————————————————————————-

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ

Μαρτύρησε στη Ρόδο στις 14 Νοεμβρίου 1800

Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος Νεομάρτυρας

Ο Άγιος Κωνσταντίνος καταγόταν από την νήσο Ύδρα. Οι γονείς του ονομάζονταν Μιχαλάκης και Μαρίνα. Η Ύδρα είναι άγονο νησί γι’ αυτό και οι κάτοικοί της ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία. Έτσι ο άγιος σε ηλικία δεκαοχτώ ετών βρέθηκε στη Ρόδο. Εκεί συναναστρεφόταν τον πασά της Ρόδου Χασάν, ένα εξωμότη Γεωργιανό. Ο πασάς πρόσεξε την εξυπνάδα και τον καλό χαρακτήρα του νεαρού Υδραίου και έβαλε όλη του την τέχνη να τον εξισλαμίσει.Τελικά τον κατάφερε ο μιαρός με κολακείες και πολλά δώρα. Για τρία χρόνια έμεινε στο Ισλάμ, στην υπηρεσία του πασά, με πολλές δόξες και τιμές, όμως δοκίμαζε την απόρριψη από τους άλλους Χριστιανούς και το σπουδαιότερο της μητέρας του, η οποία όταν κάποτε ο Κωνσταντίνος επισκέφτηκε την Ύδρα δεν του άνοιξε καν την πόρτα του σπιτιού λέγοντάς του ότι δεν τον αναγνωρίζει για παιδί της.

Άρχισε όμως η συνείδησή του να τον ελέγχει ακατάπαυστα με αποτέλεσμα να θρηνεί για το μεγάλο κακό που είχε πάθει. Τελικά πήγε σε κάποιο πνευματικό και εξομολογήθηκε. Όσα χρήματα έπαιρνε τα μοίραζε στους φτωχούς. Ποθούσε δε να παρουσιαστεί και να ομολογήσει τον Χριστό μπροστά στον πασά αλλά ο πνευματικός του τον απέτρεπε επειδή φοβόταν μήπως δειλιάσει λόγω της νεαρής του ηλικίας. Έτσι τον συμβούλεψε να φύγει και να πάει σε άλλο τόπο ώσπου να ανδρωθεί, να σκληραγωγηθεί και τότε να παρουσιαστεί για ομολογία. Υπακούοντας στον πνευματικό έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Αναζήτησε έμπειρο πνευματικό στο Πατριαρχείο όπου με συντετριμμένη καρδιά και θερμή κατάνυξη εξομολογήθηκε την άρνησή του και τον πόθο του για μαρτύριο. Ο πνευματικός τον παρουσίασε στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ ο οποίος τον νουθέτησε πατρικά και τον έστειλε στο Άγιο Όρος για να αρματωθεί πνευματικά με τις ευχές των αγιορειτών Πατέρων Στη Μονή Ιβήρων συνδέθηκε με τον περίφημο και κοινό πνευματικό του Όρους παπα Σέργιο της Σκήτης των Ιβήρων. Είχε δε μεγάλη ευλάβεια στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου την Πορταΐτισσα, την οποία παρακαλούσε να τον ενισχύσει για να υπομείνει το μαρτύριο για χάρη του Υιού της. Οι Πατέρες της Μονής προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν εκείνος όμως είχε τόσο μεγάλο πόθο για το μαρτύριο που κυριολεκτικά φλεγόταν. Τελικά με τις ευχές των Πατέρων αναχώρησε για τη Ρόδο όπου είχε εξωμόσει. Φθάνοντας στη Ρόδο και πάλι εξομολογήθηκε σε ένα πνευματικό τον σκοπό του. Εκείνος προσπάθησε να τον εμποδίσει φοβούμενος την έκβαση. Το ίδιο έκαναν και άλλοι Χριστιανοί. Εκείνος όμως όσο εμποδιζόταν τόσα περισσότερο ποθούσε να μαρτυρήσει. Έτσι μετά από προσευχή ξεκίνησε για τον αγώνα του.

Πήγε μόνος του και παρουσιάστηκε στον πασά και τον χαιρέτησε. Ο πασάς αρχικά δεν τον γνώρισε διότι ο άγιος φορούσε ράσο και αγιορείτικο σκούφο. Ο άγιος του θύμισε:
Εγώ είμαι εκείνος ο Κωνσταντίνος που τον έπεισες να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστέψει στον Μωάμεθ.

Ο πασάς του απάντησε :
Εγώ δεν σε γνωρίζω ποιος είσαι, γιατί είσαι καλόγερος. Αλλά εάν είσαι δικός μου γιατί φοράς αυτό το μαύρο ρούχο που δεν είναι της θρησκείας μας; Ο δικός μας νόμος λέει να φοράμε άσπρα ενδύματα και λαμπρά, για να ξεχωρίζουμε από τους Χριστιανούς. Βγάλτα λοιπόν αυτά τα καταφρονεμένα μαύρα που φοράς κι εγώ θα σε ντύσω με άσπρα και λαμπρά και θα σου δώσω κι όσα χρήματα χρειάζεσαι για να απολαμβάνεις τον κόσμο και να χαίρεσαι μαζί μου και οι Χριστιανοί να σε φοβούνται και να σε προσκυνούν.

Ο Άγιος τότε με πολύ θάρρος του αποκρίθηκε:

Έλα κι εσύ, ηγεμόνα, να πιστέψεις και να ομολογήσεις τον Χριστό Θεό αληθινό, να σε φωτίσει να δεις το αληθινό φως, να κερδίσεις την Βασιλεία των Ουρανών. Να δεις τα καλά του Παραδείσου, να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι μ’ όλους τους αγγέλους και τους αγίους.

Ποιος σου έμαθε όλες τις φλυαρίες αυτές , του λέγει ο πασάς. Εγώ σ’ έκαμα γιο μου, να σε παντρέψω, να με κληρονομήσεις κι εσύ τα περιφρόνησες όλα αυτά κι έγινες καλόγερος;

Τότε ο πασάς διέταξε να ρίξουν τον Άγιο στη φυλακή και αγανακτισμένος κλείστηκε στο χαρέμι του από το κακό του και μετά τρεις ημέρες, πυρ και μανία κατά του μάρτυρος, ζήτησε να τον φέρουν μπροστά του. Τον ρώτησε :

Τι ήταν αυτά τα λόγια που τόλμησες προχτές να πεις εναντίον μου;
Σου είπα, του απάντησε ο μάρτυς, να πιστέψεις στον Χριστό, γιατί η δική σας πίστη είναι βρώμικη και ψεύτικη. Πιστεύετε σ’ ένα ψεύτη που δεν έκανε κανένα θαύμα ούτε δίδαξε καμιά αλήθεια και κανένα καλό παρά μόνο μυθολογίες, κακίες και διαφθορά. Κι εσείς τον ακολουθείτε ως προφήτη γι’ αυτό θα πάτε μαζί του στην κόλαση και θα κατακαίεστε μαζί με τους αδελφούς σας τους δαίμονες. Έλα λοιπόν να γίνεις Χριστιανός, για να χαίρεσαι αιώνια στον Παράδεισο.

Τότε διέταξε ο πασάς να τον δείρουν, να του ξεριζώσουν τις τρίχες της κεφαλής του , να του ξεσκίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και να του σπάσουν τα σαγόνια με πέτρες για να μάθει να μιλάει καλύτερα στους ηγεμόνες. Οι στρατιώτες τον άρπαξαν και με πολύ μίσος εκτελούσαν την εντολή του κυρίου τους, φτύνοντάς τον στο πρόσωπο και βρίζοντάς τον ενώ συγχρόνως τον ειρωνεύονταν: Ας έλθει ο Χριστός σου, να σε σώσει από τα χέρια μας.

Ο άγιος τα υπέμεινε όλα αυτά λέγοντας Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου. Τέλος μισοπεθαμένο τον έριξαν στη φυλακή δεμένο με βαριές αλυσίδες στα πόδια και το λαιμό.

Την άλλη μέρα τον έφεραν πάλι μπροστά στον δικαστή.

Μετανόησες για τις χτεσινές σου φλυαρίες, Χασάνη; τον ρώτησε ο πασάς.

Εγώ δεν είμαι Χασάνης αλλά είμαι Χριστιανός, Κωνσταντίνος το όνομά μου και δεν λέω φλυαρίες αλλά πιστεύω και ομολογώ Πατέρα Υιό και Άγιο Πνεύμα, τρία Πρόσωπα, ένα Θεό αληθινό. Τούτον προσκυνώ, τούτον δοξάζω, την δε θρησκεία σας αναθεματίζω.

Τότε οι στρατιώτες, με διαταγή του πασά, του έδωσαν πεντακόσιους ραβδισμούς στη ράχη και πεντακόσιους στα πόδια, τόσο που έπεσαν τα νύχια των ποδιών του και το αίμα έτρεχε ποτάμι.
Νομίζοντας ότι πέθανε τον σήκωσαν αναίσθητο και τον πέταξαν στη φυλακή. Εκεί ο τρισμακάριστος αξιώθηκε θείας αντιλήψεως. Ο ίδιος ο Χριστός παρουσιάστηκε και θεράπευσε τις πληγές του και τον απεκατέστησε υγιή. Μετά από τρεις ημέρες τον οδήγησαν πάλι στον πασά.

Σου άρεσε, Χασάνη, αυτό που σου έκανα; τον ρώτησε ο πασάς. Έλα το γρηγορότερο στην πίστη μας, για να σου χαρίσω όσα σου έταξα.

Ξέρεις πολύ καλά, πασά, πριν από λίγες μέρες τι βασανιστήρια μου έκανες. Που είναι τώρα εκείνες οι πληγές; βλέπεις κανένα σημάδι; Κοίταξε, λείπει κανένα μου νύχι; Ο Δεσπότης μου Χριστός με επισκέφτηκε στη φυλακή και με θεράπευσε ως αληθινός Θεός που είναι. Αυτόν προσκυνώ και λατρεύω, τον δε δικό σας Μωάμεθ αποστρέφομαι γιατί είναι διεφθαρμένος και όποιος τον ακολουθεί πάει μαζί του στην κόλαση.

Πίστεψε λοιπόν στον Χριστό, όπως πιστεύουν μέχρι τώρα και οι δικοί σου γονείς.

Ο πασάς διέταξε να τον βάλουν πάλι στη φυλακή και τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο, το λεγόμενο τουμπρούκι. Εκείνες τις ημέρες φυλάκισαν δύο ιερείς από το χωριό Σορόνι , κάποιους Χριστιανούς και Τούρκους. Μια νύχτα, θέλοντας ο Χριστός να δοξάσει τον μάρτυρά Του και προ του τέλους, έστειλε μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας και έλαμψε φως μέγα και ο Άγιος λύθηκε θαυματουργικά από τις αλυσίδες και το τουμπρούκι. Στάθηκε δε και προσευχόταν προς την Ανατολή. Το ίδιο έκαναν και οι ιερείς και οι Χριστιανοί , οι δε Τούρκοι φώναζαν αλλάχ αλλάχ, διότι όλοι έβλεπαν το εξαίσιο εκείνο φως. Το ουράνιο αυτό φως είδαν και έξω από τη φυλακή οι φρουροί και έτρεξαν νομίζοντας πως η φυλακή έπιασε φωτιά. Όταν οι φρουροί πληροφορήθηκαν το γεγονός , το ανέφεραν στον πασά. Εκείνος τους είπε να μη το ανακοινώσουν γιατί είναι εις βάρος της θρησκείας τους. Παρομοίως φοβέρισε και τους αυτόπτες φυλακισμένους.

Από τότε δεν τον έφερε μπροστά του πάλι ο πασάς αλλά τον βασάνιζαν οι υπηρέτες της πλάνης μέσα στη φυλακή. Ένας ιμάμης μια μέρα σήκωσε το μιαρό του χέρι να τον χαστουκίσει και αμέσως το χέρι του έγινε κατάμαυρο. Από τότε κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει. Έμεινε στη φυλακή πέντε μήνες ταλαιπωρούμενος από την πείνα, την δίψα, τη βρωμιά, τις ψείρες και την όλη δυστυχία της φυλακής. Μόνο ένας ευλαβής Χριστιανός τον επισκεπτόταν και του έφερνε την Θεία Κοινωνία. Ο πασάς φοβόταν να εκτελέσει τον Άγιο εξαιτίας της μεγάλης επιρροής των Υδραίων στον αρχιναύαρχο του στόλου του Αιγαίου.

Έγραψε σε κάποιον επιφανή Υδραίο ζητώντας τη γνώμη του για την υπόθεση. Ο Άγιος, μαθαίνοντάς το μέσα από τη φυλακή, του έγραψε κι εκείνος ζητώντας να μη τον υποστηρίξει αλλά, αν αγαπάει τον συμπατριώτη του, να τον αφήσει να πεθάνει για την αγάπη του Χριστού. Έτσι ο καπετάν Γιώργης απάντησε στον πασά να τον κάνει ό,τι θέλει.

Κάποια μέρα ο πασάς τον έβγαλε από τη φυλακή και τον διέταξε να μεταφέρει πέτρες. Σε μια στιγμή ο Άγιος προσποιήθηκε πως δραπετεύει για να τον αναγκάσει να τον θανατώσει. Ένας χριστιανομάχος παραστεκόμενος του πασά τον έπιασε και τον χτυπούσε με μανία με τη μαχαίρα του σε όλο του το σώμα .Και πάλι τον έκλεισαν στη φυλακή.

Αφού απηύδησε ο ηγεμόνας να παιδεύει μάταια τον αθλητή του Χριστού, τον έφερε μπροστά του, τελευταία φορά, και τον ρώτησε αν αρνείται τον Χριστό. Ο Άγιος του απάντησε:

Σου είπα ότι Χριστιανός είμαι και τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι ακόμη κι αν κατακόψεις σε μύρια κομμάτια. Κάμε λοιπόν ό,τι θέλεις μια ώρα αρχύτερα γιατί ο Κύριος με προσμένει.

Προγνωρίζοντας ο Άγιος τον θάνατό του ζήτησε από εκείνον τον ευλογημένο Χριστιανό να του φέρει τα Άχραντα Μυστήρια. Πράγματι, χαράματα της Τετάρτης , 14 Νοεμβρίου, τον στραγγάλισαν μέσα στη φυλακή.

Μετά το μαρτύριο του Αγίου, ο Τούρκος που τον έπνιξε βρήκε κακό θάνατο. Χτυπήθηκε εκεί που κοιμόταν από αστροπελέκι, το οποίο κατέκαυσε αυτόν ενώ οι άλλοι που ήσαν δίπλα του έμειναν αβλαβείς.

Το πρωί έδωσε την άδεια ο πασάς στους Χριστιανούς να τον θάψουν. Το άγιο λείψανό του ενταφιάστηκε στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Βαρούσι.

Πλήθος θαύματα ακολούθησαν. Όποιος πήγαινε και προσκυνούσε τον τάφο του μάρτυρος θεραπευόταν δι’ αυτού, με την χάρη του Θεού, από οποιοδήποτε νόσημα ασθενούσε.

Η μητέρα του, η οποία ζούσε και έμαθε για το μαρτύριο του γιου της και δόξαζε τον Θεό, πήγε η ίδια στη Ρόδο, όπου έκανε την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, τα οποία μετέφερε στην Ύδρα.