Η προσευχή κατά τον Ιερό Χρυσόστομο

Στην ορθόδοξη παράδοσή μας, όσο ο άνθρωπος ανέρχεται τις βαθμίδες της πνευματικής προόδου, τόσο εκθειάζει και αναγνωρίζει ως μέγιστο έργο την προσευχή.

Στην χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας συμβαίνει κάτι θαυμαστό, όσο και συγκινητικό: Άνθρωποι με μεγάλες  διαφορές στον χαρακτήρα, τις προϋποθέσεις, τις καταβολές, τους πειρασμούς, τα πάθη και τις δωρεές, αποφασίζουν να βαδίσουν τον δρόμο της ολοκληρωτικής αφοσίωσης στον Θεό και την περιφρόνηση όλων των υλικών και κοσμικών απολαύσεων. Τους παρακολουθούμε να επιτελούν αγώνες με ποικιλία έντασης, μεθόδου, αποτελεσμάτων, πισωγυρισμάτων αλλά και θαυμαστής αρπαγής, συχνά απρόβλεπτης και πάντα διενεργούμενης κατά χάριν και όχι βεβαίως ως αξιομισθία ανθρωπίνων κατορθωμάτων. Η μοναδικότητα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου επαληθεύεται από την μοναδικότητα της πνευματικής πορείας ενός εκάστου των αγίων μας, αλλά και των ιδιαιτέρων δωρεών που αξιώνεται, πάντα προς χάριν και παραμυθία του λαού του Θεού, που διαχρονικά καταφεύγει σ΄ αυτούς ως την εσχάτη καταφυγή, όταν οι καιροί οδηγούν τους ανθρώπους στην απόγνωση.

Πολλά τα χαρίσματα, πολλοί οι πειρασμοί, πολλά τα κατορθώματα ενός εκάστου. Λίγα τα κοινά: Η ταπεινοφροσύνη ως η μεγίστη των αρετών, η αγάπη, ως η μεγίστη των ευεργεσιών προς το πλήρωμα της Εκκλησίας. Και μεταξύ αυτών η προσευχή, ως η υψίστη μέθοδος, η υψίστη οδός, ο ύψιστος προορισμός.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν αποτελεί εξαίρεση. Το πρόσωπο του αποτελεί ένα εξ εκείνων των προσώπων, που η εκκλησιαστική ιστορία περιέσωσε και περιέγραψε με πλήθος στοιχείων προς ευργεσίαν των πιστών μέχρι της συντελείας του αιώνος. Χαρακτήρας, καταγωγή, σπουδές, διαδρομή, πειρασμοί, χαρίσματα, δωρεές και τέλος διώξεις και μαρτύριο είναι γνωστά. Το πλήθος των κειμένων του τον αναδεικνύουν ως μέγιστο παιδαγωγό και δημιουργό λόγου, τα οποία αναδεικνύουν την δομημένη σκέψη του, την χαριτωμένη ιδιοσυγκρασία του, την ανδρεία του φρονήματός του, το εύρος των γνώσεων και την διαρκή μέριμνα προς το ποίμνιό του. Η θεματολογία του ευρύτατη και η διεισδυτικότητα του άφταστη, που σε συνδυασμό με την αμεσότητα του λόγου του και την αγαπητική του διάθεση, καθιστούν τα κείμενά του διαχρονικά. Και μέσα σ΄ αυτά, αποδέκτης των θερμότερων λόγων του, ως καταγραφή, μοιραία ελλιπή-καθώς υπάρχουν πράγματα, που η ανθρώπινη γλώσσα αδυνατεί να περιγράψει-η προσευχή.

Για να κατανοήσει κανείς το περιεχόμενο που προσδίδει στην ύψιστη αυτή πράξη της πνευματικής ζωής, πρέπει να γνωρίζει και τις συνθήκες του συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου. Ο τέταρτος αιώνας είναι κρίσιμος για την επί της γης πορεία της Εκκλησίας. Οι διωγμοί δεν έχουν ξεχαστεί και όπως συμβαίνει πάντα, η ένταση μιας καταστάσεως ακολουθείται, αργά η γρήγορα, από ανάλογη ένταση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εδώ έχουμε τον υπέρμετρο ενθουσιασμό και την θριαμβολογία μιας νεοσύστατης Χριστιανικής αυτοκρατορίας που αντικαθιστά τη φρίκη σκληρότατων διωγμών. Τι πιο ανθρώπινο να οδηγηθούν οι μέχρι πρόσφατα διωκόμενοι στην εντύπωση πως πλέον ο παράδεισος εγκαταστάθηκε στη γη; Οι συνέπειες γνωστές και οι συνθήκες αναμενόμενες:

Η Χριστιανική πίστη, από όνειδος, είναι πλέον το διαβατήριο κοινωνικής καταξίωσης. Η κοσμική δικαίωση αγώνων και μαρτυρίων μοιραία αμβλύνει το φρόνημα των πνευματικών αγώνων. Ο αναχωρητισμός της εποχής εκείνης αποτελεί την αντίδραση μερίδας των Χριστιανών να διασώσουν την πίστη από την εκκοσμίκευση και αναζητήσουν το μαρτύριο, όχι πλέον στα ιπποδρόμια και τις αρένες, αλλά στις εσωτερικές αόρατες παλαίστρες της ψυχής, όπου ο αληθινός κοσμοκράτορας διεκδικεί μέσω των παθών την άλωση των ψυχών.

Στον αγώνα αυτόν, η προσευχή, ως πνευματική και σωματική εργασία πρέπει να ερμηνευθεί πια  ως κάτι ευρύτερο από απλό αίτημα σωτηρίας. Δεν έχει κλείσει καλά καλά ένας αιώνας από τότε που η προσευχή ήταν κατανοητή ως αίτημα προστασίας από τους διώκτες ή ως αίτημα αναπαύσεως από τον πόνο των φρικτών βασανιστηρίων. Τώρα όμως έχει έρθει η ανάπαυσις, συνοδευόμενη από ευημερία, ασφάλεια και άσθμα ισχύος και υπεροχής. Τι θέση πια κατέχει η προσευχή στη ζωή του μέσου πιστού; Τι να ζητήσει με αληθινό ζήλο και όχι απλώς διεκπεραιώνοντας μια τυπική διαδικασία; Ποια φλογερή ανάγκη να αναδειχτεί που θα μετατρέψει την προσευχή σε ανάλογο πυρ, αναβαίνον μέχρι του θρόνου του Θεού;

Η παρουσία των τριών Ιεραρχών, μεταξύ των οποίων και ο Ιερός Χρυσόστομος, αποτελούν για την Εκκλησία αληθινή δωρεά. Άνθρωποι του κόσμου οι ίδιοι, έστυψαν όλο το φάσμα της κοσμικής γνώσεως, συλλέγοντας τους γλυκείς χυμούς  του. Και συγχρόνως, φωτεινά  πνεύματα που δόμησαν ατράνταχτο θεολογικό λόγο, που θα κινδύνευε να μεταβληθεί σε κοσμικό σύστημα στοχασμού, αν δεν διαποτιζόταν από έντονη πνευματική εργασία και αγώνα εναντίον προσωπικών παθών. Εκεί έγκειται το μεγαλείο της κληρονομιάς του Χρυσοστόμου: Στην διαρκή διαλεκτική ανάμεσα στον θεολογικό στοχασμό και το νηπτικό βίωμα.

Για τον θεολόγο Χρυσόστομο, ο Θεός είναι ακατάληπτος και απρόσιτος για την ανθρώπινη φύση. Τα ανθρώπινα προσόντα δεν επαρκούν για να Τον προσεγγίσει  ο άνθρωπος. Ο Θεός όμως δεν επιθυμεί να παραμείνει μακρινός. Αυτό αποτελεί το πρώτο και βαθύτερο αίτιο της Θείας οικονομίας. Ο άνθρωπος επικοινωνεί κατά χάριν με τον Θεό και απολαμβάνει  περάν πάσης αξιομισθίας, αλλά και περάν πάσης συγχύσεως θειας και ανθρωπίνης φύσεως, τις απολυτρωτικές θείες δωρεές. Γέφυρα μεταξύ των δύο φύσεων, θεμελιωμένης  από τη μεριά του Θεού, αποτελεί η ενσάρκωση, ως το μέγιστο δείγμα της θείας αγάπης. Γέφυρα μεταξύ των δύο φύσεων, θεμελιωμένης από τη μεριά του ανθρώπου, είναι η αποδοχή και το «γένοιτο» του ανθρώπου που ακούστηκε από το στόμα της Παναγίας. Μια διαρκή ενίσχυση αυτού του «γένοιτο» για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά αποτελεί η προσευχή.

Το μεγαλείο της προσωπικότητας του Ιερού Χρυσοστόμου φαίνεται από το βάθος της γνώσης του ως προς την προσευχή. Ουσιαστικά η διδασκαλία του εμπεριέχει εν σπέρματι αλλά και ευρύτερα όλη την σοφία των νηπτικών Πατέρων που η συστηματική καταγραφή της εμπειρίας τους θα αρχίσει δύο αιώνες αργότερα. Το εντυπωσιακό όμως είναι πως στην περίπτωση των Πατέρων εκείνων, η μυστική εμπειρία πραγματοποιείται στην έρημο ή στις σκήτες, μακριά από την βουή των πόλεων και της κοσμικής συναναστροφής. Ο ιερός Χρυσόστομος όμως είναι ποιμένας και η ζωή του χαρακτηρίζεται από όλα εκείνα τα στοιχεία που συνεπάγεται ο ρόλος και αργότερα το αξίωμά του. Η συναναστροφή, οι κοσμικές υποχρεώσεις, η διοίκηση, οι κάθε είδους ευθύνες, αποτελούν στοιχεία που θεωρητικά δεν θα έπρεπε να αφήνουν χρόνο, όχι μόνον για μυστική εργασία, αλλά ούτε καν για ύπνο. Κι όμως! Αυτά τα καθήκοντα δεν εμπόδισαν τον μέγα Ιεράρχη να συγγράψει έναν εντυπωσιακό σε όγκο έργο, αλλά και να επιδοθεί σε πνευματική εργασία εφάμιλλη των μεγάλων ασκητών σε βάθος και ποιότητα. Και μάλιστα είναι φανερό πως το μείζον αποτελεί καρπό αυτής ακριβώς της εργασίας και όχι όλου του άλλου μόχθου του. Πάλλεται η καρδιά του αγίου όταν μιλά περί προσευχής, όπως διαβάζουμε στις δύο ομιλίες του «Περί προσευχής» στον 50ο τόμο της Πατρολογίας του Migne, 775)

«τοῦτο ζωὴν, τοῦτο ὑγείαν καὶ πλοῦτον, τοῦτο πέρας ἀγαθῶν εἶναι νομίζοντες, τὸ προσεύχεσθαι τῷ Θεῷ μετὰ καθαρᾶς καὶ ἀδιαφθόρου ψυχῆς».

Ο προσεκτικός παρατηρητής θα διαπιστώσει πως υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ προσευχής και ακτίστου φωτός, διδασκαλία, η οποία θα φτάσει σε συστηματική παρουσίαση οκτακόσια σχεδόν χρόνια αργότερα, στην διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

«Εἰ οὖν τυφλῷ ζημία τὸ μὴ ὁρᾷν τὸν ἥλιον, πόση ζημία Χριστιανῷ τὸ μὴ προσεύχεσθαι συνεχῶς καὶ διὰ τῆς εὐχῆς τὸ τοῦ Χριστοῦ φῶς εἰς τὴν ψυχὴν εἰσάγειν;»

Στην προσευχή βρίσκει ο ιερός Πατήρ το σημείο υπεροχής ακόμη και εν συγκρίσει με τους αγγέλους. Διότι κατ΄ εξοχήν στον θνητό άνθρωπο δίδεται  το προνόμιο να διαλέγεται με την Πηγή της αθανασίας. Η υπέρβαση της τρεπτής, ακόμη, ανθρώπινης φύσης είναι μεγαλύτερα από εκείνης των αγγέλων, που εν πάση περιπτώσει κινούνται στα πλαίσια της παγιωμένης στο αγαθό φύσεώς τους. Στον πεπτωκότα όμως άνθρωπο η απόσταση που καλύπτει η προσευχή είναι κολοσσιαία, αντίστοιχη της αποστάσεως μεταξύ κτιστού και Ακτίστου.

Κάθε έργον ευσεβείας είναι προκαταρκτικό της λειτουργίας της προσευχής και χωρίς αυτήν, κάθε έργο είναι καταδικασμένο σε μαρασμό και ασήμαντη αποτελεσματικότητα: Εἴτε γὰρ παρθενίας τις ἐραστὴς, εἴτε τὴν ἐν γάμῳ σωφροσύνην τιμᾷν ἐσπουδακὼς, εἴτε κρατεῖν ὀργῆς καὶ πραότητι συζῇν, εἴτε φθόνου καθαρεύειν, εἴτε ἄλλο τι τῶν προσηκόντων ποιεῖν, προσευχῆς ἡγουμένης, καὶ προλεαινούσης τὴν τοιαύτην ὁδὸν τοῦ βίου, εὐχερῆ τε καὶ ῥᾴδιον ἕξει τὸν τῆς εὐσεβείας δρόμον.

Για τον Άγιο Ιωάννη τον   Χρυσόστομο, δεν υπάρχει δισταγμός ούτε αβεβαιότητα ως προς το ποιόν και το αποτέλεσμα της προσευχής. Τα της προσευχής αιτήματα αποτελούν θεμελίωση της σχέσης Πατρός με υιούς και θυγατέρες. Επικαλείται το βιβλικό «Τίς ἐστι, ἐξ ὑμῶν, ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; ἢ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ;», ώστε να συνδυάσει την θεία παντοδυναμία με την πατρική τρυφερότητα και να επιβεβαιώσει και δι΄ αυτής της οδού τη σημασία της προσευχής, ως ενισχύουσα μια τέτοια σχέση.

Ως προς την αξιολόγηση των όντως αθλητών του Χριστού, ο ιερός Πατήρ είναι λιτός και επιγραμματικός: «Κριτήριο για μένα», λέει, «είναι να ιδώ άνθρωπο που είναι ερωτευμένος με την προσευχή και δεν έχει άλλο χειρότερο από το να τη στερηθεί. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι είδη σεσωσμένος και συγκαταλέγεται στην χορεία των αγίων, όντας ήδη ναός Θεού. Διαφορετικά, πώς είναι δυνατόν», αναρωτιέται, «να ποθείς τις αρετές και να αγωνίζεσαι με κάθε τρόπο να τις αποκτήσεις, αν έχεις διακόψει την προσευχή, ως απευθείας σχέση με Εκείνον που τις παρέχει. Ποιος αναζητά νερό αγνοώντας την πηγή του; Αλλά και η σωφροσύνη της ψυχής, ο στολισμός της, η τελειότητά της, πως είναι δυνατόν να θεωρηθεί εφικτή χωρίς την θεια παρέμβαση; Ποιος τολμά να πει πως είναι σε θέση να καλλωπίσει την ύπαρξή του μέσω των κατορθωμάτων του και όχι μέσω τη χάριτος; Διότι η εργασία των αρετών δεν αποτελεί προϋπόθεση σωτηρίας, αλλά προϋπόθεση υποδοχής της χάριτος που εργάζεται την σωτηρία μας.

 Πώς λοιπόν μπορεί ο αγωνιστής του πνεύματος να αμελήσει τον σύνδεσμο με τον κατ΄ εξοχήν παράγοντα αναγέννησης της ψυχής του; Χωρίς προσευχή λοιπόν, αποτελεί διαρκή κίνδυνο η διολίσθηση προς την έπαρση, η οποία πείθει τον άνθρωπο πως μπορεί με τα έργα του να σωθεί. Αυτό το πάθος της επάρσεως και της αλαζονείας είναι που μπορεί να διαβρώσει και να ακυρώσει ακόμη και τους αιματηρότερους αγώνες και η προσευχή αποτελεί την μοναδική αποτελεσματική οδό αποφυγής του.

Αντίθετα, και από μόνη της προσευχή είναι σε θέση να εξισορροπήσει το βάρος όλων των παθών κι από μόνη της να μεταμορφώσει τη ζωή: Λέγει για του Νινευίτες: «Ἅμα τε γὰρ ἔλαβεν αὐτοὺς ἡ προσευχὴ, καὶ δικαίους ἐποίησε, καὶ πόλιν εἰθισμένην ἀκολασίᾳ καὶ πονηρίᾳ καὶ παρανόμῳ βίῳ συζῇν, ἐπανώρθωσεν ὀξέως, παλαιᾶς συνηθείας μεῖζον ἰσχύσασα, τῶν οὐρανίων νόμων πλήρη πεποιηκυῖα τὴν πόλιν, συνεφελκομένη μεθ’  ἑαυτῆς καὶ σωφροσύνην, καὶ φιλανθρωπίαν, καὶ πραότητα, καὶ πρόνοιαν πτωχῶν».

Αιώνιο το παράδειγμα της πόλης Νινευή. Διότι, όπως αναφέρει, η ζωή του ανθρώπου συχνά προσομοιάζει  με αισχράν γυναίκα, ενδεδυμένη κουρέλια και φέρουσα κάθε είδους πληγή. Και είναι αρκετή η καρδιακή προσευχή να επαναφέρει την λαμπρή πρώτη στολή και να παραστήσει την ανθρώπινη ύπαρξη καθαρή και άμωμη ενώπιον του θρόνου του Θεού.

Η προσευχή αποτελεί συγχρόνως ιάμα και τείχος προστασίας. Τειχίζει την ύπαρξη και δεν επιτρέπει να διαχέονται οι κόποι των αγώνων, όταν οι σωματικές δυνάμεις εξασθενούν και επέρχεται η χαύνωση και η ραθυμία. Είναι φανερό πως ο ιερός πατήρ γνωρίζει από εμπειρία πως οι σωματικές δυνάμεις δεν είναι πάντα διαθέσιμες, ούτε το σφρίγος τους μόνιμο. Χωρίς αυτές, η εργασία των αρετών μοιραία ατονεί και άλλη οδός ανασυντάξεως και επανεκκινήσεως δεν υπάρχει από την προσευχή. Αυτή δεν ζητά κόπο σώματος. Ακόμη και την ώρα της αναπαύσεως, ακόμη και το κρεβάτι του πόνου, ακόμη και στη διάρκεια του ύπνου, η προσευχή αποτελεί πάντα τον απλούστερο και τον αποτελεσματικότερο δρόμο προς συνάντησιν του Θεού. Τελικώς , αναρωτιέται, μήπως καταναλώνουμε δυνάμεις με διάθεση και ζήλο στην εργασία των αρετών και περιφρονούμε το απλό, το άμεσο, το ταχύτατο για να συναντήσουμε Αυτόν που ποθεί η καρδιά μας;

Ταπεινός ο ίδιος, επικαλείται την εμπειρία του Αποστόλου Παύλου: «Τῇ προσευχῆ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ, ἐν εὐχαριστίᾳ· καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, φησὶν, ἐν παντὶ εὐχαριστοῦντες· τοῦτο γάρ ἐστι θέλημα Θεοῦ· καὶ ἑτέρωθι  πάλιν, Προσεύχεσθε ἐν παντὶ καιρῷ ἐν πνεύματι, εἰς αὐτὸ ἀγρυπνοῦντες, ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει. Οὕτω πολλαῖς καὶ θείαις φωναῖς ἐπὶ προσευχὴν ἡμᾶς καλεῖ συνεχῶς ὁ τῶν ἀποστόλων ἡγεμών».

 

Με πολύ συγκινητικό τρόπο, που κυριολεκτικά χτυπά κατευθείαν στην καρδιά και τον πιο απλό χριστιανό, είναι η σύνδεση που κάνει ο ιερός πατήρ μεταξύ προσευχής και ντροπής. Με τρόπο που αποδεικνύει την βαθιά ποιμαντική εμπειρία του αλλά και την προσωπική του αγωνία, περιγράφει την προσευχή ως τον κατ΄ εξοχήν παράγοντα αυτογνωσίας. Η προσευχή, τοποθετούσα διαρκώς ενώπιον του πανάγαθου Θεού την ύπαρξη, την θέτει υπό κρίσιν, όχι με χαρακτηριστικό τον φόβο ή την απειλή αλλά το φιλότιμο, που γεννιέται από την σύγκριση. Η προσευχόμενη ύπαρξη εμβαθύνει διαρκώς στην θεία αγάπη, η οποία φωτίζει με τρόπο λυτρωτικό και όχι επικριτικό την ανθρώπινη ατέλεια και σκληροκαρδία.

«οἱ προσευχόμενοι σπουδαίως, οὐχ ὑπομένουσιν οὐδὲν παθεῖν τῆς προσευχῆς ἀνάξιον, ἀλλ’  αἰσχυνόμενοι τὸν Θεὸν, ᾧ διελέχθησαν ἄρτι».

Η συνάντηση με τον Θεό μέσω της προσευχής αποκαλύπτει περίτρανα το αίσχος της ψυχής που επέτρεψε κατά το παρελθόν να εισέλθει δια των παθών ο δαίμονας στην ψυχή και απορούν πως είναι δυνατόν ο πανάγιος Θεός να καταδεχτεί να ενοικήσει σε ψυχή που επανειλημμένως αμαυρώθηκε από την συγκατάνευση και την υποταγή σε ζοφερές  συνήθειες και πράξεις. Και, ώ του θαύματος, η συναίσθηση αυτή, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσωτερική εξουθένωση, οδηγεί στην συνειδητοποίηση πως ο Θεός συμπεριφέρεται σα να άρχισε τώρα η ζωή και σα να μην επήλθε ποτέ ούτε ρήξη, ούτε πτώση. Αυτό το πάγγλυκο συναίσθημα της πατρικής αποδοχής καμία άλλη πράξη δεν μπορεί να εξασφαλίσει παρά μόνον η προσευχή.

Με ευρηματικό και χαριτωμένο τρόπο ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει πως η προσευχή μπορεί ευκολότατα να εξισώσει τον τελευταίο πιστό με τον κορυφαίο άγιο. Φέρνει ως παράδειγμα τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ, ἐν εὐχαριστίᾳ, προσευχόμενοι ἅμα καὶ περὶ ἐμοῦ, ἵνα μοι δοθῇ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματός μου ἐν παῤῥησίᾳ, λαλῆσαι τὸ μυστήριον τοῦ Εὐαγγελίου. Τί λέγεις; τοσαύτην ἡμῖν παῤῥησίαν αἱ προσευχαὶ διδόασιν, ὡς ὑπὲρ Παύλου τολμᾷν τὸν Θεὸν ἱκετεύειν; τις τολμᾷ στρατιώτης ὑπὲρ τοῦ μεγάλου στρατηγοῦ τὸν βασιλέα παρακαλεῖν; Καίτοι γε οὐδεὶς οὕτω στρατηγὸς τῷ βασιλεῖ φίλος, ὡς Παῦλος τῷ Θεῷ· ἀλλ’ ὅμως εἰς τοσαύτην ἄγουσιν ἡμᾶς αἱ προσευχαὶ τιμὴν, ὡς ὑπὲρ Παύλου τολμᾷν τὸν Θεὸν ἱκετεύειν».

Σε κάθε φράση του για την προσευχή, ο άγιος Ιωάννης προσφέρει θησαυρό. Θα άξιζε όμως να δει κανείς λίγο γενικότερα το θέμα. Παρά την μεγάλη του εκτίμηση στην προσευχή, δεν δίνει οδηγίες. Η θέση του για την προσευχή κατευθύνει τον προσεκτικό παρατηρητή να εξετάσει μήπως γι’  αυτό η προσευχή είναι κάτι πολύ περισσότερο από λόγους. Διαβάζοντας το κείμενο του σε δύο κεντρικές ομιλίες περί προσευχής έχει την αίσθηση πως αγωνίζεται να την περιγράψει, καταφεύγοντας πολλές φορές σε βιβλικά χωρία και επαναλήψεις με ελαφρές αποκλίσεις. Αυτό δεν δείχνει αδυναμία λόγου του μεγίστου Χριστιανού ρήτορος αλλά μάλλον συμβιβασμό με το γεγονός πως η προσευχή δεν είναι πράξη, αλλά κατάσταση της ψυχής του, κάτι που θα διατυπώσουν αργότερα οι Νηπτικοί Πατέρες. Πρόκειται για εκείνην την κατάσταση, στην οποίαν η καρδία, από ένα σημείο και πέρα προσεύχεται από μόνη της, χωρίς καν την παρεμβολή της θελήσεως, η οποία άλλωστε έχει αποδοθεί πλήρως στον Θεό. Πρόκειται για κατάσταση, στην οποίαν όλη η ύπαρξη αναπνέει δια της προσευχής και η οποία  εκπέμπεται αβίαστα, κινούμενη διαρκώς από το αίτημα στη δοξολογία και από κει στη σιωπή. Σιωπή όχι αδυναμίας αλλά εξαντλήσεως των λεκτικών μέσων. Είναι αυτή η καρδιακή προσευχή, κατά την οποία δεν προσεύχεται ο άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, ο εγκατεστημένος δια του βαπτίσματος εις την καρδίαν.

Δεν είναι της παρούσης να περιγραφεί η κατάσταση αυτή. Αρκεί ίσως να κρατήσουμε πως η προσευχή, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή και σαφώς την υπερβαίνει, οδηγώντας τόν προσευχόμενο σε άμεση σχέση με τον Θεό, από την οποίαν κάθε διακοπή γίνεται πρόξενος αφόρητου πόνου μια πικρής εγκατάλειψης. Και αν είναι κάτι να κρατήσουμε στην καρδιά μας ας είναι τα δικά του λόγια: «Προσευχὴ σωτηρίας ἀφορμὴ, ἀθανασίας πρόξενος ψυχῆς, τῆς Ἐκκλησίας τεῖχος ἀῤῥαγὲς, φυλακτήριον ἄσειστον, φοβερὸν μὲν τοῖς δαίμοσι, σωτήριον δὲ τοῖς εὐσεβέσιν ἡμῖν».