Όλα τα άρθρα του/της π. Στυλιανός Χαρπαντίδης

βίος της Οσίας Πελαγίας

Από το βίο της Οσίας Πελαγίας

Η οσία Πελαγία έζησε στην Αντιόχεια στα μέσα του Γ’ αιώνα. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αγαπούσε τα στολίδια, ντυνόταν προκλητικά, ήταν ωραία και ζούσε στο βούρκο της ακολασίας.

Ο πολυεύσπλαχνος όμως Κύριός μας, οικονόμησε την επιστροφή της με τον εξής τρόπο:

Στην Αντιόχεια έγινε στην εποχή της Τοπική σύνοδος και μεταξύ των άλλων ήλθε ο πολύ ενάρετος και άγιος Επίσκοπος Νόννος, τον οποίον η Εκκλησία μας τιμά στις δέκα Νοεμβρίου. Αυτόν το σοφό άνθρωπο του Θεού παρεκάλεσαν οι ορθόδοξοι πιστοί να τους κηρύξει τον θείον λόγο, διά πνευματική τους ωφέλεια. Ενώ όμως ο Άγιος μιλούσε έξω από το Ναό πέρασε επιδεικτικά και αναίσχυντα η πόρνη Πελαγία καθισμένη επάνω σε στολισμένο αμάξι. Οι άλλοι επίσκοποι γύρισαν τα μάτια τους προς το άλλο μέρος διά να μη την βλέπουν, ενώ ο άγιος Νόννος γεμάτος από θεϊκή αγάπη την έβλεπε και αφού αναστέναξε είπε:

Αλλοίμονο σε εμάς που ζούμε με αμέλεια και αδιαφορούμε διά την σωτηρία μας. Κατά την ημέρα της Κρίσεως θα ντροπιαστούμε, διότι αύτη η πόρνη διά να αρέσει σε θνητούς ανθρώπους, φροντίζει τόσο πολύ το σώμα της και στολίζεται ενώ εμείς αμελούμε και δεν φροντίζουμε την ψυχή μας διά να αρέσουμε στον αθάνατο και ζωντανό Θεό, παρά ασχολούμεθα με τα φθαρτά πράγματα και περιφρονούμε την αξία μας. Δι’ αυτό θα χάσουμε τη θαυμάσια αιώνια μακαριότητα και θα κατακριθούμε διά την αμέλειά μας…
 
Μετά το τέλος του λόγου του επήγε εις το κελλί του ο Άγιος και προσευχόμενος με δάκρυα στα μάτια εις τον Θεόν, έλεγε:
 

Πολυεύσπλαχνε Θεέ μου, συγχώρεσε εμένα τον αμελή διατί η επιμέλεια που έδειξε η πόρνη μέσα σε μια ημέρα, ξεπερνάει τη δική μου φροντίδα που έδειξα σ’ όλα τα χρόνια της ζωής μου, διά να στολίσω την ψυχή μου ώστε να γίνει δική σου κατοικία. Ποια πρόφαση λοιπόν να βρω εγώ μπροστά σου, Συ που γνωρίζεις τα μυστικά των καρδιών! Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, διατί μπαίνω ανάξια στο Ιερό Θυσιαστήριο και δεν στολίζω την ψυχή μου σύμφωνα με το Άγιο Θέλημα σου. Αλλά Κύριε, σε παρακαλώ μη με καταδικάσεις την ημέρα της Κρίσεως, διατί είμαι έρημος από κάθε αρετή και δεν ετήρησα καμιά από τις εντολές σου.

Όταν ο επίσκοπος έπεσε να κοιμηθεί είδε ένα όνειρο πως δήθεν λειτουργούσε εις το Ναό και ένα βρώμικο περιστέρι πετούσε γύρω του και τον ενοχλούσε πολύ. Όταν όμως έφτασε εις τα κατηχούμενα και έλεγε: «όσοι κατηχούμενοι προέλθετε», τότε το περιστέρι βγήκε και στάθηκε έξω μέχρι το τέλος της θείας λειτουργίας. Βγαίνοντας ο Όσιος από το Άγιο Βήμα, είδε και πάλι το λερωμένο περιστέρι να πετάει κοντά του. Τότε ο Όσιος άπλωσε τα χέρια του, το πήρε και το βύθισε στην Κολυμβήθρα που βάπτιζε τους ανθρώπους. Αμέσως το περιστέρι καθαρίστηκε και πέταξε ψηλά στον αέρα, ώσπου δεν φαινόταν πια. Το θαυμαστό αυτό όνειρο έδειξε πως κάτι σπουδαίο πρόκειται να γίνει. Πράγματι, την άλλη ημέρα που επήγε εις το Ναό του ανέθεσε ο Πατριάρχης να κηρύξει τον θείον λόγον εις τον λαόν. Μέσα στους άλλους από οικονομία Θεού βρέθηκε και η αμαρτωλή Πελαγία. Άκουσε, τότε, διά την αθανασία της ψυχής, τη δικαιοσύνη του Θεού, την αιώνια σωτηρία των δικαίων, αλλά και διά την καταδίκη των αμαρτωλών.

Η του Θεού άπειρος ευσπλαχνία έφερε μέσα της συντριβή και κατάνυξη και άρχισε να κλαίει διά τις αμαρτίες της. Μίσησε από την καρδιά της τις βρωμερές πράξεις της, και ένοιωσε στην καρδιά της ιερό πόθο προς τον Ιησούν Χριστόν… έστειλε δε και γράμμα με τους υπηρέτας της προς τον άγιον επίσκοπον Νόννον εις τον οποίο έγραφε:

«Εις τον Άγιον Επίσκοπον και μαθητήν του Χριστού, η μαθήτρια του δαίμονος Πελαγία, η οποία είναι ένα πέλαγος ολόκληρο από ανομίες, απονέμει την δουλικήν προσκύνησιν.

Άκουσα, άγιε του Θεού, από κάποιο Χριστιανό, ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει “δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν”. Μου είπε επίσης, ότι δεν εμίσησε, ούτε απέφευγε από σιχαμάρα τις πόρνες, τους ληστάς και τους τελώνες, αλλά συναναστράφηκε και συνομίλησε μαζί τους. Αυτός, που δεν μπορούν να τον ιδούν με ακάλυπτο το πρόσωπο και αυτά ακόμη τα χερουβίμ. Εάν, λοιπόν, και συ είσαι μαθητής ενός τέτοιου Διδασκάλου, απόδειξέ το στην πράξη και δέξε με κοντά σου. Μη με αηδιάσεις, ούτε να με σιχαθείς την πόρνη και αμαρτωλή. Σε παρακαλώ να με δεχθείς για να σου εξομολογηθώ και να σου πω τα κρίματά μου, διά να σώσω την ψυχήν μου η άσωτη».

Όταν διάβασε αυτά τα λόγια ο Όσιος Νόννος, φοβήθηκε μήπως δεν είναι ειλικρινά και του ετοιμάζει καμιά πλεκτάνη. Γι’ αυτό της παρήγγειλε να πάει στην εκκλησία όταν θα ήταν και άλλοι Αρχιερείς, για να εξαγορευθεί τα αμαρτήματά της. Πράγματι, η Πελαγία, δεν χάνει καιρό. Τρέχει αμέσως στην εκκλησία και πέφτει στα πόδια του, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου. Τα μουσκεύει με τα δάκρυα της, που έτρεχαν ασταμάτητα. Εκεί εξομολογήθηκε μεγαλοφώνως τις αμαρτίες της.

Σπλαχνίσου με την αμαρτωλή, Πάτερ Όσιε, σαν τον Δεσπότη Χριστό. Βάπτισε με και οδήγησέ με στη μετάνοια, έμενα που μοιάζω με πέλαγος απέραντο από αμαρτίες. Η ζωή μου είναι μια κόλαση ολόκληρη. Έπεσα στα χέρια του Σατανά. Έγινα δόλωμά του και παγίδα, για να πάνε πολλοί στην Κόλαση. Τώρα με τη Χάρη του Θεού μετανοώ για την αμαρτωλή ζωή μου. Παίρνω την ηρωική απόφαση να ζήσω από δω και πέρα, όπως θέλει ο Θεός με μετάνοια, διά να μην κολασθώ αιώνια.
Οι Αρχιερείς αισθάνθηκαν ιερή συγκίνηση για τη ριζική αλλαγή, που έγινε στην αμαρτωλή, με την βοήθεια του Θεού. Εθαύμαζαν για τα δάκρυα, που έχυνε και εχαίροντο, για τη σωτηρία της. Εκείνη συνέχιζε να κόπτεται και να οδύρεται για την αμαρτωλή της ζωή.

Ο ιερός Νόννος της απαντάει:

Οι κανόνες της Εκκλησίας μας ορίζουν να μη βαπτίζουμε καμιά πόρνη, εάν δεν έχει κάποιον εγγυητή, ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στα προηγούμενα αμαρτήματα.

Εκείνη τότε κλαίγοντας ακόμη περισσότερο, λέγει στον Επίσκοπο:

Να με έχεις στο λαιμό σου και να κρεμαστούν επάνω σου όλα τα αμαρτήματά μου. Θα δώσεις λόγο για την ψυχή μου κατά την ώρα της Κρίσεως, εάν δεν με βάπτισης το συντομότερο. Θέλω να με αναγεννήσεις πνευματικά και να με παραστήσεις καθαρή νύμφη μπροστά στον Νυμφίο Χριστό. Μη χάνομε καιρό, Επίσκοπε, γιατί φοβάμαι ότι αν δεν βαπτισθώ τώρα γρήγορα, και αν μείνω μακριά από τη Χάρη του Θεού, θα με πλανέψει ο διάβολος και θα ξαναπέσω στην αμαρτία.
Όταν άκουσε αυτά ο Νόννος εδόξασε το Θεόν, που έδειξε τόση μεγάλη μετάνοια. Της εδιάβασε την ευχή της εξομολογήσεως και τη ρώτησε, πως τη λένε.

Στην αρχή, είπε, με λέγανε Πελαγία. Ύστερα όμως οι άνθρωποι, θαυμάζοντας τα πολλά και πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια που φορούσα, με ονόμασαν Μαργαρώ. Σε λίγο την εβάπτισε ο Επίσκοπος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και της έδωσε το πρώτο της όνομα, Πελαγία.

Ανάδοχός της έγινε μια ενάρετη Μοναχή, που την έλεγαν Ρωμάνα. Κατόπιν ετέλεσε την θείαν Μυσταγωγίαν και την εκοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια.

Το γεγονός βέβαια αυτό έγινε γνωστό σε όλη την Αντιόχεια και είχαν όλοι οι πιστοί γιορτή για τη σωτηρία της ψυχής της. Ο καθένας θεωρούσε τη χαρά της και δική του χαρά, διότι ενίκησε τον εχθρό διάβολο και μπήκε στη μάνδρα του Χριστού μια άσωτη…

Μετά το βάπτισμά της η φωτισμένη πλέον Πελαγία παρέδωσε όλα τα πλούτη της στον άγιο Επίσκοπο Νόννο για να δοθούν σε καλοσύνες. Και ο Επίσκοπος ανέθεσε στον αρμόδιο Κληρικό με την εντολή: Να μην κρατήσει τίποτε από αυτά για την Εκκλησία, αλλά να τα μοιράσει στους πτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά, για να δοθούν καλά, όσα συγκεντρώθηκαν άσχημα.

Η ίδια ελευθέρωσε τους δούλους και τις δούλες της και τους συμβούλεψε να φροντίσουν για την σωτηρία τους, για να λυτρωθούν με την ευσπλαχνία τού Δεσπότου Χριστού από την αιώνια αιχμαλωσία, όπως εκείνη τους ελευθέρωσε από την προσωρινή αιχμαλωσία.

Από τη μέρα που βαπτίσθηκε η μακαρία Πελαγία, δεν έφαγε τίποτε αγορασμένο από τα πλούτη της, γιατί ήταν συγκεντρωμένα με αμαρτωλό τρόπο, την έτρεφε όμως η Ρωμάνα όσες μέρες έμενε κοντά της.

* * *

Την νύκτα μιας Κυριακής έβγαλε τα γυναικεία ρούχα. Ντύθηκε με ένα τρίχινο και κουρελιασμένο χιτώνα και πήγε στα Ιεροσόλυμα, χωρίς να πει σε κανένα το σκοπό της. Φεύγοντας από την Αντιόχεια η εκλέξασα την αγαθή μερίδα Πελαγία, επήγε στο όρος των Ελαίων. Έμεινε εκεί τρία ολόκληρα χρόνια μέσα σε ένα κελλί με ανδρική ενδυμασία, εντελώς αγνώριστη. Εκεί μέσα αγωνίζονταν και έκανε τέτοιους νικηφόρους αγώνες κατά του πονηρού και με τέτοιες αρετές στολίσθηκε, που μόνον ο Θεός ο οποίος διαβάζει τα κρύφια της καρδιάς μας το γνωρίζει.

Αλλά ο Θεός δεν θέλησε να αφήσει τη δούλη Του να αγωνίζεται μέχρι τέλους κρυμμένη. Όπως ακριβώς είχε γίνει ο περίγελος των ανθρώπων με την αμαρτωλή ζωή της, έτσι οικονόμησε τα πράγματα ο Θεός να ακτινοβολήσει στην κοινωνία με την αρετή της, για την ωφέλεια των πολλών. Τούτο δε έγινε ως εξής:

Ο Ιερός Ιάκωβος, μαθητής του αγίου Επισκόπου Νόννου, κυριεύθηκε από την αγία επιθυμία να πάει να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Όταν ξεκίνησε να φύγει, πήρε την ευλογία του Αγίου Νόννου. Ο Άγιος είχε διορατικό χάρισμα και του είπε:

Ύπαγε εν ειρήνη, τέκνον μου, και αφού προσκυνήσεις τους Αγίους Τόπους, ρώτησε να μάθεις για κάποιον ενάρετο Μοναχόν, τον Πελάγιον. Θα λάβεις από αυτόν μεγάλη ψυχική ωφέλεια. Είναι δούλος πραγματικός του Κυρίου μας.

Πράγματι, ο ιερός Ιάκωβος πήγε και προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και ρώτησε να μάθει, διά τον μοναχόν Πελάγιον. Του είπαν, ότι ήτο στο όρος των Ελαίων. Όταν έφθασε εκεί χτύπησε την πόρτα του κελλιού του και βγήκε η Αγία, με ανδρικό σχήμα. Και αυτή μεν ανεγνώρισε τον Ιάκωβον, εκείνος όμως, δεν μπόρεσε να την γνωρίσει, διότι η ομορφιά της, που είχε άλλοτε είχε χαθεί από τη μεγάλη άσκηση. Το πρόσωπό της ήταν μαραμένο. Τα μάτια της είχαν χωθεί βαθειά μέσα στις κόγχες. Το σώμα της ήταν σκελετωμένο από την πολλή σκληραγωγία, την άσκηση και τη νηστεία. Μόνον το δέρμα της φαινόταν και τα κόκκαλα.

Τον ρώτησε η Αγία, εάν ήτο ο υποτακτικός του Επι-σκόπου Νόννου και εκείνος απάντησε: Ναι.
Όντως, του προσέθεσε η Αγία, Απόστολος του Θεού είναι εκείνος ο άνθρωπος: πες του σε παρακαλώ να προσεύχεται στο Θεό να μου συγχωρήσει τις αμαρτίες μου.

Αφού είπε αυτά, έκλεισε τη θύρα της και μέσα στο κελλί της έψαλλε ψαλμούς, σύμφωνα με την τάξη των μοναχών. Ο Ιάκωβος μαζί με τις άλλες ωφέλειες, που πήρε, διδάχθηκε, ότι θα πρέπει να είναι κανείς πολύ σύντομος στα λόγια του.

Ανεχώρησεν από εκεί ο Ιάκωβος και πήγε και σε άλλα κελλιά για να επισκεφθεί και άλλους αδελφούς. Αλλά όπου και αν πήγαινε, παντού άκουγε για τον Πελάγιο τα καλλίτερα λόγια. Τον επαινούσαν όλοι, σαν τον πλέον ενάρετο και αγιότατο άνθρωπο.

*  *  *

Μετά από λίγες μέρες διαδόθηκε σ’ όλη την περιοχή η είδηση ότι ο Πελάγιος άφησε τον παρόντα κόσμο και αναχώρησε για την άλλη ζωή.

Συγκεντρώθηκαν στη Σκήτη της, όχι μόνον από την Ιερουσαλήμ, αλλά και από τον Ιορδάνη, την Ιεριχώ και από όλα τα γύρω περίχωρα με μεγάλη ευλάβεια, διά να ενταφιάσουν το άγιο  λείψανο .

Και όταν θέλησαν να πλύνουν το σώμα του νεκρού, κατά την τάξη, εγνώρισαν, ότι ήταν γυναίκα. Όλοι τότε έμειναν κατάπληκτοι και εδόξασαν τον Κύριον, ο όποιος της έδωσε τη δύναμη να πολεμήσει τον διάβολο και να τον νικήσει κατά κράτος.

Αυτή η είδηση μαθεύτηκε και στα περίχωρα και κόσμος πολύς ερχόταν κύματα-κύματα. Εσπρώχνονταν μάλιστα, ποιος θα πρωτοασπασθεί το άγιο λείψανο. Το σήκωσαν κατόπιν ευλαβείς και άγιοι άνδρες. Ακολουθούσαν όλοι, με λαμπάδες και θυμιάματα και το ενταφίασαν με τιμές, όπως έπρεπε σε Αγία.

Κοιμήθηκε το 284 μ.Χ. και η Ορθόδοξος Εκκλησία την εορτάζει στις 8 Οκτωβρίου.

* * *

Αυτός είναι ο βίος της Οσίας Πελαγίας της πρώην αμαρτωλής πόρνης. Έτσι αγωνίσθηκε αυτή, που την υπολόγιζαν όλοι για χαμένη. Αλλά ξέφυγε από την αμαρτία και έστησε τόσα λαμπρά τρόπαια κατά του διαβόλου.

Αυτήν λοιπόν ας έχουν για παράδειγμα, όλοι όσοι μολύνανε την εικόνα του Θεού με βρώμικες πράξεις. Κανένας να μην απελπισθεί, έστω και αν είχε το ατύχημα να διαπράξει τα πιο χειρότερα αμαρτήματα. Το παράδειγμα της Οσίας Πελαγίας της πόρνης μας δείχνει ότι πολλές φορές μπορεί κανείς και από αυτά τα σκοτεινά άντρα της αμαρτίας να ξεπεταχθεί επάνω και να ζήσει αγγελική ζωή, σημειώνει ο αείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος στη βιογραφία της Αγίας Πελαγίας.

Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.

Εξ ακανθών καθάπερ ρόδον ευώδες, τη Εκκλησία Πελαγία εδείχθης, ταις εναρέτοις πράξεσιν ευφραίνουσα ημάς’ όθεν και προσήγαγες, ως οσμήν ευωδίας, τω σε θαυμαστώσαντι, τον σον βίον Οσία’ ον εκδυσώπει σώζεσθαι ημάς παθών παντοίων, ψυχής τε και σώματος.

Κοντάκιον. Ήχος α’. Χορός αγγελικός.

Πελάγει αρετών, αληθώς ισαγγέλων, το πέλαγος των σων, εγκλημάτων Οσία, πανσόφως εβύθισας, και δακρύων τοις ρεύμασιν, εναπέπνιξας, τον πολυμήχανον όφιν’ όθεν έλαμψας, ώσπερ λαμπάς μετανοίας, την κτίσιν φαιδρύνουσα.

Μεγαλυνάριον.

Φερωνύμως πέλαγος γαληνόν, πλεύσασα Οσία, με-τανοίας της ιεράς, Μήτερ Πελαγία, τοις εν πελάγει βίου, λιμήν σωτηριώδης, ώφθης και άκλυστος.

Βίος Αγίου Ιεροθέου

Ο Άγιος Ιερόθεος ήταν πλατωνικός φιλόσοφος και ζούσε στην Αθήνα όταν ήρθε ο Απόστολος Παύλος να μιλήσει στους Αθηναίους για την Χριστιανική πίστη. Ήταν ένας από τα εννιά μέλη της γερουσίας του Αρείου Πάγου και πολύ μορφωμένος και ευυπόληπτος πολίτης Αθηνών. Άλλοι λένε ότι πίστεψε εκείνη την μέρα της διδασκαλίας του Παύλου, άλλοι ότι μίλησε σε αυτόν μετά ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης, που ήταν και μαθητής του. Το ιστορικό γεγονός είναι ότι ο Ιερόθεος έγινε ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών.

Ημέρα Εορτασμού: 04 Οκτωβρίου

Κοιμήθηκε εν Κυρίο ( Πέθανε ) το : 52 μ.χ

Άγιος Ιερόθεος Επίσκοπος Αθηνών
Ο Άγιος Ιερόθεος ο μετέπειτα Επίσκοπος Αθηνών, ήταν πλατωνικός φιλόσοφος και ένας από τα εννέα μέλη του Συμβουλίου της Γερουσίας του Αρείου Πάγου. Αφού άκουσε τον Απόστολο Παύλο, πίστεψε και κατόπιν χειροτονήθηκε πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Μαθητής του υπήρξε ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο οποίος στα συγγράμματά του μιλάει με κολακευτικά λόγια για τον δάσκαλό του.

Κοιμήθηκε ήρεμα σε βαθιά γεράματα, μετά από πολύχρονη ποιμαντική και συγγραφική δραστηριότητα.
Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στο ομώνυμο μοναστήρι στα Μέγαρα Αττικής. Επίσης λείψανά του σώζονται στο Άγιον Όρος, όπως και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέα.

Τα Ιερά Λείψανα:
Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στο ομώνυμο μοναστήρι στα Μέγαρα Αττικής. Επίσης λείψανά του σώζονται στο Άγιον Όρος, όπως και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέα.

Απολυτίκιο:
Ἦχος δ’.
Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόῤῥητα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Ἱερόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιο:
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην Ἀθηνῶν ἀνευφημοῦμέν σε, ὡς μυηθέντες διὰ σοῦ ξέvα καὶ ἄῤῥητα, ἀνεδείχθης γὰρ θεόληπτος ὑμvολόγος. Ἀλλὰ πρέσβευε παμμάκαρ. Ἱερόθεε, ἐκ παντοίων συμπτωμάτων ἡμᾶς ῥύεσθαι, ἵνα κράζωμεν· Χαίροις Πάτερ Θεόσοφε.

Προσκυνηματική Εκδρομή το Νοέμβριο 1-2/11/19

Ο Ιερός Ναός μας θα διοργανώσει 2ήμερο ,Ιερό Προσκύνημα στο νησί της Αίγινας και στο Ιερό μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, όπου εκεί βρίσκεται ο Τάφος του και το δωμάτιο του, με τα προσωπικά του αντικείμενα.

Επίσης θα προσκυνήσουμε  και τα πολύ όμορφα προσκυνήματα ,στην Αθήνα όπως Αγ. Εφραίμ Ν .Μακρης ,Αγ. Ειρηνη Χρυσοβαλάντου στην Λυκόβρυση ,τον Αγιο Νικόλαο τον Πλανά και την Αγία Κάρα του , το ησυχαστήριο του Αγίου Πορφυρίου και το Ιστορικό μοναστήρι της Κάτω Ξενίας στο Βόλο  ,όπου υπάρχει και μέρος της Ζώνης της Παναγίας μας.

τιμή συμμετοχής 95 ευρώ ανά άτομο (περιλαμβάνει  μεταφορά πούλμαν, 2 οδηγούς ,διόδια ,καράβια,ξενοδοχείο στην Αίγινα  με 1 διανυκτέρευση,

δηλώσεις  συμμετοχής, έως 11 Οκτωβρίου στον π.Στυλιανό Χαρπαντίδη και στο τηλ: 6937363695

 

Βίος Αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου

Ο άγιος ιερομάρτυρας Διονύσιος ήταν μέλος της «εξ Αρείου Πάγου Βουλής» και υπερείχε όλων κατά τον πλούτο, τη δόξα, τη σύνεση και τη σοφία. Ασπάστηκε την πίστη του Χριστού, όταν άκουσε το κήρυγμα του αποστό­λου Παύλου στο βράχο του Αρείου Πάγου, και έλαβε το άγιο Βάπτισμα. Χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών, διαδε­χθείς στον επισκοπικό θρόνο τον άγιο και σοφό Ιερόθεο. Από τον άγιο δε και σοφό αυτό προκάτοχό του ο άγιος Διονύσιος διδάχτηκε θεία και απόρρητα μυστήρια της πίστεώς μας. Έτσι ο Άγιος άφησε συγγράμματα σπουδαιό­τατα, παράδοξα και θαυμαστά. Εδώ θα μνημονευτούν εν συνεχεία, ως μικρό παράδειγμα, κάποια στοιχεία μόνο από ένα σύγγραμμά του.

dionareop1

Γράφει λοιπόν ο άγιος Διονύσιος σ’ ένα σύγγραμμά του, μεταξύ των άλλων, και τα εξής: «Όταν κάποτε πήγα στην Κρήτη, με φιλοξένησε ο ιερέας Κάρπος, ο οποίος ήταν πολύ ενάρετος, είχε καθαρότατη διάνοια και, έτσι, με τη χάρη του Θεού, ήταν καταλληλότατος σε θεοπτίες. Ο ιερέας δε αυτός δεν άρχιζε ποτέ τη θεία Λειτουργία αν προηγουμένως, δηλαδή κατά την ώρα που έκανε την προε­τοιμασία και διάβαζε τις σχετικές ευχές, δεν εμφανιζόταν σ’ αυτόν κάποια ιερή και ευμενής οπτασία. Μου έλεγε λοι­πόν ο ιερέας αυτός ότι κάποτε τον είχε πικράνει κάποιος άπιστος, επειδή απέσπασε από την Εκκλησία έναν χρι­στιανό και τον παρέσυρε στην αθεΐα.

Και ενώ είχε την πικρία αυτή, δεν προσευχήθηκε, καθώς έπρεπε να πράξει, για τους δύο αυτούς ανθρώπους και να ζητήσει τη βοήθεια του Θεού, ώστε να μπορέσει τον μεν παρασυρθέντα στην απιστία να τον επαναφέρει στους κόλπους της Εκκλησίας, τον δε άπιστο να τον προσελκύσει στην πίστη του Χριστού· ούτε πήρε την απόφαση να τους νουθετεί αδιαλείπτως και διά βίου, ώστε να τους οδηγήσει στη θεία γνώση. Αλλά, μου έλεγε, τέτοιο πράγμα δεν το είχε ξαναπάθει, δηλαδή το ότι έπεσε και κοιμήθηκε αγανακτισμένος και με την πικρία στην ψυχή του. Και εγώ βέβαια δεν γνωρίζω πως ενστάλαξε στην ψυχή του τέτοια δυσμένεια και πικρία.

»Συνεχίζοντας λοιπόν ο Κάρπος, μου είπε ότι κοιμή­θηκε αμέσως μόλις νύχτωσε. Περί το μεσονύκτιο ξύπνησε, για να ψάλει την ώρα εκείνη, όπως συνήθιζε, τους θείους ύμνους. Όμως κατά την ώρα αυτή της προσευχής του στενοχωρούνταν, χωρίς να πρέπει, και δυσανασχετούσε συλλογιζόμενος ότι δεν ήταν δίκαιο να ζουν άνθρωποι άθεοι, που διαστρέφουν τις άγιες και ορθές οδούς του Κυρίου. Σκεπτόμενος δε αυτά, παρακαλούσε το Θεό να ρίξει έναν κεραυνό και να κατακαύσει διαμιάς και τους δυό τους χω­ρίς οίκτο.

»Και ενώ αυτά συλλογιζόταν, του φάνηκε ξαφνικά πως σείστηκε ολάκερη η οικία στην οποία βρισκόταν. Εν συνεχεία δε η οικία εκείνη διαιρέθηκε σε δύο μέρη, από την οροφή μέχρι και τα θεμέλια, ενώ μία πολύφωτη φλόγα πυρός που ξεκινούσε από τον ουρανό, έφτανε μπροστά στην οικία. (Και βέβαια ο τόπος εκείνος έδινε την εντύπω­ση πως ήταν υπαίθριος). Ο ουρανός φαινόταν ανοικτός και πάνω του καθόταν ο Ιησούς Χριστός. Γύρω δε από τον Ιησού παρίσταντο αναρίθμητοι άγγελοι με ανθρώπινη μορφή. Αυτά λοιπόν έβλεπε κοιτάζοντας προς τα πάνω και θαύμαζε.

»Όταν όμως ο Κάρπος κοίταξε προς τα κάτω, όπως μου είπε, είδε το έδαφος σχισμένο με ένα χάσμα αχανές και ολοσκότεινο. Και στην μεν άκρη του στομίου του χά­σματος αυτού είδε τους άνδρες εκείνους, τους οποίους καταριόταν λίγο πριν, να στέκονται ελεεινοί και περίτρομοι, αφού διέτρεχαν τον άμεσο κίνδυνο να πέσουν στο βάρα­θρο εξαιτίας της αστάθειας των ποδιών τους. Από τα βά­θη δε του χάσματος ανέβαιναν φίδια, τα οποία άλλοτε τυλίγονταν γύρω από τα πόδια των δύο αυτών ανθρώπων και τους τραβούσαν άλλοτε τους υπογαργάλιζαν με τα δόντια τους και τους χτυπούσαν ελαφρά με τις ουρές τους, και άλλοτε μηχανεύονταν διάφορους άλλους τρόπους, όπως σφυρίγματα, σπρωξίματα από κάτω και χτυπήματα, προκειμένου να τους ρίξουν στο ολοσκότεινο βάραθρο. Και φαίνονταν οι άνθρωποι αυτοί ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στο να πέσουν στο βάραθρο, είτε μόνοι τους από απελπισία, είτε πιεζόμενοι από τις ενοχλήσεις των φιδιών.

»Έλεγε δε ο Κάρπος ότι ένιωθε ευχαρίστηση να βλέ­πει προς τα κάτω, ενώ τα άνω που υπήρχαν στον ουρανό τα παραμελούσε, και δυσανασχετούσε που ακόμη οι δύο άνδρες δεν είχαν πέσει στο βάραθρο. Και επειδή η κατάσταση αυτή δεν ελάμβανε τέλος, λυπόνταν κατάκαρδα και καταριόταν. Σε κάποια στιγμή όμως ύψωσε το βλέμμα του και πάλι προς τον ουρανό και είδε τον Ιησού, όπως τον είδε και προηγουμένως. Ο Ιησούς σηκώθηκε από τον επουράνιο θρόνο του και κατέβηκε σ’ αυτούς τους δυστυ­χείς ανθρώπους να τους ελεήσει και να τους δώσει χείρα βοήθειας. Μαζί του πήρε και τους αγγέλους, οι όποιοι βοηθούσαν εκείνους τους δύο, πιάνοντας άλλοι τον ένα και άλλοι τον άλλο, ώστε να μην πέσουν στο χάος. Και ενώ οι άγγελοι έδιναν χείρα βοήθειας στους δύο ανθρώπους, ο Ιησούς με τεντωμένο το χέρι του προς τα μπρος και κοιτάζοντάς τον του είπε: “Λοιπόν Κάρπε, χτύπα εμέ­να. Είμαι πράγματι έτοιμος να πάθω και πάλι και πολλές φορές για τη σωτηρία των ανθρώπων. Πλην όμως εσύ κοί­ταξε και συλλογίσου αν κρίνεις καλό να βρίσκεσαι στο χάος μαζί με τα ψίδια, και όχι στον ουρανό μαζί με το Θεό και τους αγαθούς και φιλάνθρωπους αγγέλους Του”».

Ο άγιος Διονύσιος ερμήνευσε και τον τύπο της εκ­κλησιαστικής καταστάσεως (ιεραρχία) και ακολούθως, κα­τά τους χρόνους της βασιλείας του Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.), πήγε στα μέρη της Δύσεως. Εκεί ο Άγιος επιτέλεσε πολλά θαύματα. Τελικά έφτασε και στο Παρίσι της Γαλ­λίας, όπου και αποκεφαλίστηκε και ανήλθε στεφανηφόρος στη βασιλεία των ουρανών.

Μετά τον αποκεφαλισμό του Αγίου συνέβη το έξης μέγιστο και πανθαύμαστο γεγονός: Ο Άγιος πήρε με τα ίδια του τα χέρια την αγία του κεφαλή και, κρατώντάς την, περπάτησε περίπου δύο μίλια, αφήνοντας κατάπληκτους όλους εκείνους που έβλεπαν το μέγιστο αυτό θαύμα. Και την αγία κεφαλή του δεν την άφησε από τα χέρια του, παρά όταν συνάντησε μία γυναίκα, ονόματι Κατούλα, και αφού στάθηκε κατά θεία Πρόνοια, την εναπόθεσε στις πα­λάμες της ως έναν πολύτιμο θησαυρό.

Συγχρόνως με τον αποκεφαλισμό του αγίου Διονυσίου αποκεφαλίστηκαν και οι δύο μαθητές του, ο Ρουστικός και ο Ελευθέριος. Τα σώματα δε των Αγίων αυτών μαζί με το μαρτυρικό σώμα του διδασκάλου τους αγίου Διονυσίου ο τύραννος τα άφησε άθαφτα, ώστε να αποτελέσουν τροφή για τα θηρία και τα όρνια. Όμως κάποιοι πιστοί τόλμησαν και περισυνέλεξαν τα άγια λείψανα, τα οποία και εναπόθεσαν σε κάποιο κρυφό μέρος «διά τον φόβο των δη­μίων». Αλλά μόλις εξέλειπε ο φόβος αυτός, η μακαριστή Κατούλα πήρε τα λείψανα των άγιων Μαρτύρων και τα ενταφίασε σε επίσημο υπέργειο τάφο, στις 3 Οκτωβρίου.

Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης είχε τα εξής σω­ματικά γνωρίσματα: Ήταν μέσου αναστήματος και ισχνός· το χρώμα του ήταν λευκό προς το κιτρινωπό· η μύτη του ήταν κάπως πλατιά και τα φρύδια του «συνεσπασμένα» (συμμαζεμένα)· είχε μάτια βαθουλά και αυτιά μεγάλα· η κόμη του ήταν λευκή και πλούσια, η δε γενειάδα του, λευ­κή και αυτή, ήταν μακριά αλλά κάπως αραιή· η κοιλιά του εξείχε ελαφρώς και τα δάκτυλα των χεριών του ήταν μακριά.

Φωτοστιγμιότυπα από τον Εσπερινό του Δεκαπενταύγουστου 2019

Την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, τελέστηκε με ιερή κατάνυξη και συγκίνηση ο πανηγυρικός εσπερινός της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο τέλος του εσπερινού ψαλθηκαν και τα εγκωμια της και εν συνεχεία ακολούθησε Ιερά λιτάνευση του σκηνώματος της Παναγίας μας.