Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ ὀνομάζεται εἰδικῶς Κυριακὴ τῶν πατέρων. Γιὰ ποιό λόγο; Πατέρες λέγονται ἐκεῖνοι ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ἔρχονται σὲ κανονικὸ ἐκκλησιαστικὸ γάμο καὶ φέρνουν στὸν κόσμο παιδιά. Παραπάνω ὅμως ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς αὐτοὺς πατέρες εἶνε οἱ πνευματικοὶ πατέρες, δηλαδὴ οἱ διδάσκαλοι, οἱ καθηγηταί, οἱ θεολόγοι, οἱ ἱεροκήρυκες, καὶ προπαντὸς οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι. Αὐτοὶ μὲ τὸ λόγο τους ἀναγεννοῦν ψυχές. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γεννᾷ πνευματικὰ τέκνα, ποὺ ἔχουν πνευματικὸ πατέρα τὸν κήρυκα, τὸν κληρικό. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πνευματικοὶ πατέρες πρέπει νὰ τυγχάνουν τιμῆς καὶ σεβασμοῦ περισσότερο ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς πατέρας.
Σήμερα συγκεκριμένως ἑορτάζουν οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὸ 325 μ.Χ. τὴν Α΄ (πρώτη) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παρουσιάστηκε λύκος φοβερός, ὁ Ἄρειος, ποὺ ἐδίδασκε ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας. Θεμελιώδης ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας εἶνε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Αὐτὸ τὸ ἠρνεῖτο ὁ Ἄρειος. Γι᾿ αὐτὸ συνῆλθαν ἐκεῖ ἐπὶ βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου οἱ πατέρες. Νὰ τοὺς παρουσιάσουμε ἕναν – ἕνα; Θὰ ἦταν μακρὸς ὁ λόγος· μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος, ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας… Ἀλλὰ μεγαλύτερος ἀπ᾿ ὅλους ἦταν ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. Αὐτοὶ λοιπόν, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, κατεδίκασαν τὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου καὶ συνέταξαν τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, τὸ «Πιστεύω», ποὺ ἀκούγεται κάθε φορὰ ποὺ γίνεται θεία λειτουργία.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἂς ἔλθουμε τώρα νὰ ῥίξουμε ἕνα βλέμμα στὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται σήμερα. Ὄχι ἕνα ἀλλὰ ἑκατὸ κηρύγματα νὰ κάνουμε, δὲ᾿ θὰ μπορέσουμε νὰ ἐξαντλήσουμε τὸ περιεχόμενό του. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ περιέχει τὴ θαυμασία προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ. Πότε τὴν ἔκανε ὁ Κύριος; Τὴν τελευταία νύχτα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, νύχτα ποτισμένη μὲ δάκρυα, τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Τότε ἐτέλεσε τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ κάλεσε τοὺς μαθητὰς νὰ κοινωνήσουν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Μετὰ τοὺς ἀπηύθυνε μία μεγάλη σπουδαιοτάτη ὁμιλία. Καὶ τέλος τί ἔκανε; προσευχήθηκε. Προτοῦ ν᾿ ἀναχωρήσῃ γιὰ τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὅπου θὰ τὸν συνελάμβαναν οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ Κύριος προσευχήθηκε στὸν οὐράνιο Πατέρα. Προσευχήθηκε πρῶτα γιὰ τὸν ἑαυτό του, προσευχήθηκε ἔπειτα γιὰ τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Ἀφήνουμε τὰ ἄλλα, γιὰ νὰ σταθοῦμε στὰ λόγια ποὺ εἶπε γιὰ τοὺς μαθητάς του καὶ ὅλους τοὺς Χριστιανούς.
Θέλεις νὰ δῇς τὴν ἀξία τῆς ἑνότητος; Δὲς μιὰ οἰκογένεια δεμένη, ποὺ ἡ γυναίκα σέβεται καὶ ὑπακούει στὸν ἄντρα, ὁ ἄντρας ἀγαπάει τὴ γυναῖκα, τὰ παιδιὰ ἀκοῦνε τοὺς γονεῖς· μιὰ τέτοια οἰκογένεια εἶνε παράδεισος – δυστυχῶς σπάνιο πρᾶγμα πλέον. Πόσο συγκινήθηκα ὅταν κάποιος μοῦ εἶπε· «Ζήσαμε πενήντα χρόνια μὲ τὴ γυναῖκα μου, καὶ κακὸ λόγο δὲν ἀλλάξαμε»! Ἡ σημερινὴ γενεὰ μεταξὺ τῶν ἄλλων κακῶν ἔχει καὶ τὴ διάλυσι τῆς οἰκογενείας· πορνεία, μοιχεία, διαζύγιο ἀκοῦς συχνά· διαπληκτισμοὶ φτάνουν κάθε μέρα στὴ μητρόπολι. Στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴν εὐλογημένη χώρα, μέσ᾿ στὰ ἑκατὸ χρόνια δὲν ἀκουγόταν οὔτε ἕνα διαζύγιο. Τώρα ἡ οἰκογένεια εἶνε διαλυμένη. Δεῖξτε μου μιὰ οἰκογένεια ποὺ νὰ εἶνε ἑνωμένη σφιχτά, ποὺ ὁ ἄντρας νὰ γνώρισε μόνο μιὰ γυναῖκα στὸν κόσμο καὶ ἡ γυναίκα νὰ γνώρισε μόνο ἕναν ἄντρα – σπάνιο φαινόμενο πλέον· στὴν γενεὰ Σοδόμων καὶ Γομόρρας ἡ ἑνότης διεσπάσθη.
Θέλετε νὰ δῆτε τὴν ἀξία τῆς ἑνότητος; Ῥίξτε ἕνα βλέμμα σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ οἱ κάτοικοι λόγῳ τῶν κομματικῶν διαφορῶν ἔχουν διαιρεθῆ. Εἶνε τρομερό. Μαθαίνω, ὅτι σὲ μικρὰ καὶ μεγάλα χωριά, ἀλλὰ καὶ παντοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει ἐχθροὶ ἐξ αἰτίας τῶν πολιτικῶν διαφορῶν. Ἐνῷ εἶνε πατριῶτες, ἐνῷ εἶνε Χριστιανοί, ἐνῷ εἶνε βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ψυχραίνονται μεταξύ τους σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ δὲ᾿ λένε καλημέρα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· λὲς καὶ ὁ ἄλλος εἶνε Τοῦρκος, λὲς κ᾿ εἶνε ἀλλόφυλος. Αὐτὰ καὶ μεταξὺ συγγενῶν ἀκόμη. Οἱ ὀπαδοὶ κάθε κόμματος ἔχουν τὸ δικό τους καφενεῖο· στὸ ἕνα καφενεῖο πᾶνε οἱ μέν, στὸ ἄλλο πηγαίνουν οἱ ἄλλοι. Θεέ μου, τί διαίρεσις εἶν᾿ αὐτή!
Θέλεις νὰ δῇς ἀκόμη πιὸ πολὺ τὴν ἀξία τῆς ἑνότητος; Διάβασε τὴν ἱστορία μας. Μικρὸ εἶνε τὸ ἔθνος μας. Ἀλλ᾿ ὅταν ἦταν ἑνωμένο, ὤ τότε νικούσαμε τοὺς ἐχθρούς. Οἱ γονεῖς μας, ἡ παλαιὰ γενεὰ ποὺ ἦταν τότε νέα παιδιά, ὅταν στρατεύθηκαν μᾶς ἄφηναν καὶ ἔφευγαν γιὰ τὸ μέτωπο. «Παναγιὰ μαζί σας», τοὺς ἔλεγαν οἱ μητέρες καὶ οἱ γιαγιάδες μας. Κ᾿ ἔφευγαν, κ᾿ ἔφευγαν. Καὶ ἑνωμένοι προχώρησαν, ἔφτασαν στὴ Λάρισσα. Καὶ προχώρησαν, πέρασαν τὸν Ὄλυμπο, καὶ σὰν ἀετοὶ τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου μπῆκαν στὴ Θεσσαλονίκη. Καὶ προχώρησαν, ἔφτασαν μέχρι τὴ Σόφια. Ἦταν τότε ὅλοι ἑνωμένοι, δὲν ὑπῆρχαν κόμματα, δὲν ὑπῆρχε διαίρεσις. Ἑνωμένο τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος ἔφτασε μέχρι τὴν Τσατάλτζα, ἔξω ἀπ᾿ τὴν Κωνσταντινούπολι. Σὲ λίγο θὰ μπαίναμε στὴν Πόλι καὶ θὰ λειτουργούσαμε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Ἀλλά, ἀλλά… Κ᾿ ἐνῷ οἱ Ἕλληνες εἶχαν φτάσει μέχρι τὸ Σαγγάριο καὶ ἄδειαζε ὁ Κεμὰλ τὴν Ἄγκυρα καὶ ἔφευγε πέρα ἀπ᾿ τὸ Ἰκόνιο, καὶ προμηνύετο θρίαμβος καὶ νίκη μεγάλη…, τί μᾶς ἔφαγε, τί μᾶς διέλυσε; Ἡ διχόνοια. Ἐδιχάσθη τὸ ἔθνος. Αἰτία τῆς νίκης τῶν Τούρκων ἦταν ἡ τρομερά μας διχόνοια. Δὲν τὸ λέω ἐγώ· τὸ λέει ὁ Κεμάλ. Ὅταν στὴν Ἄγκυρα τὸν χειροκροτοῦσαν, αὐτὸς τοὺς εἶπε· Τί μὲ χειροκροτᾶτε; δὲ᾿ νικήσαμε ἐμεῖς τοὺς Ἕλληνες· οἱ Ἕλληνες νικήθηκαν μόνοι τους, μὲ τὴ διαίρεσί τους… Ἔτσι ἦρθε ἡ μικρασιατικὴ καταστροφή, ἡ μεγάλη καταστροφή, ἀπὸ τὴ διαίρεσι.