Τις προάλλες, ήρθε μια κυρία στην Εκκλησία και μου ‘δωσε ένα ωραίο σχεδόν αχνιστό πρόσφορο: “Πάρτο παπά μου” είπε “και βγάλε ένα ύψωμα να μου δώσεις όταν τελέψεις τη Λειτουργία”.
Όταν ο κόσμος ζητά ύψωμα εννοεί ένα τεμάχιο απ’ το πρόσφορο -κάπως μεγαλύτερο απ’ το αντίδωρο- συνήθως τυλιγμένο με τη πετσέτα στην οποία η νοικοκυρά είχε τυλίξει το πρόσφορο για να το φέρει στην Εκκλησία. Άλλες φορές, πολλοί φέρνουν μιαν αρτοκλασία, δηλαδή πέντε άρτους σε ανάμνηση του θαύματος του πολλαπλασιασμού που έκανε ο Χριστός, να ευλογηθούν σε κάποια εορτή κι έπειτα ζητούν έναν άρτο από τους πέντε να τονε πάρουνε στο σπίτι.
Φέραμε πρόσφορο, φέραμε άρτους, ό, τι τελοσπάντων φέραμε και το δώσαμε στην Εκκλησία. Πέρασε απ’ το ιερό βήμα, πράγμα που σημαίνει ότι πλέον ανήκει στο σύνολο της Εκκλησίας. Όταν πάμε ένα πρόσφορο και μετά ζητάμε ένα τεμάχιο από το ψωμί που ζυμώσαμε αποκλειστικά εμείς, τότε για ποια κοινή προσφορά μιλάμε; Το αντίδωρο που μας δίνει ο παπάς δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μικρό κομματάκι από εκείνο το πρόσφορο απ’ το οποίο βγήκε το κομμάτι που έγινε Σώμα Χριστού. Σε τίποτε λοιπόν τ΄ αντίδωρο απ’ το ύψωμα δε διαφέρει!
Δίδαγμα:
Ό, τι προσφέρεται στο ναό, παύει να μας ανήκει. Προσφέρουμε σιωπηλά ό, τι μπορούμε, όπως σιωπηλά προσφέρθηκε ο Χριστός και μας έσωσε απ’ το θάνατο. Όταν η προσφορά γίνεται αιτία εγωισμού, χάνει την αξία της. Ό,τι δώσαμε, δώσαμε: καλό κι ευλογημένο! Ας μείνει όμως εκεί. Ο Θεός γνωρίζει τη προσφορά μας καλύτερα από μας τους ίδιους. Ό, τι είναι τ’ αντίδωρο, είναι άλλωστε και το ύψωμα. Μα πάνω απ’ όλα είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Στην Εκκλησία όλα είναι κοινά, αρχίζοντας απ’ κοινό το Ποτήριο της Κοινωνίας.